«Τι πρέπει, τι δεν πρέπει», άραγε να το σκέφτηκε ο Χρυσοχοΐδης;

Η ιδέα της αστυνόμευσης εντός των καταυλισμών, θα ‘πρεπε να ‘ναι αυτονόητη. Όμως ποιας αστυνόμευσης;
Αξιώματα:
•Αντισημιτισμός είναι να βλέπεις τη γενοκτονία των Παλαιστινίων σε κάθε Εβραίο. Αντισημιτισμός δεν είναι να βλέπεις τη γενοκτονία των Παλαιστινίων στο κράτος του Ισραήλ.
•Ισλαμοφοβία είναι να βλέπεις έναν εν δυνάμει βιαστή σε κάθε μουσουλμάνο. Ισλαμοφοβία δεν είναι να βλέπεις το απάνθρωπο, θεοκρατικό καθεστώς του Αφγανιστάν.
Και ούτω καθεξής…
Αντιστοίχως: Ρατσισμός είναι να βλέπεις έναν εγκληματία στον κάθε Τσιγγάνο. Ρατσισμός δεν είναι το να παραδέχεσαι την πραγματική εικόνα των καταυλισμών. Υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας. Συμμορίες. Παράκαμψη του εκπαιδευτικού συστήματος. Καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου σε συχνές πατροπαράδοτες πρακτικές (βλέπε γάμος σε ηλικίες που δεν έχουν δυνατότητα σεξουαλικής συναίνεσης).
Οι καταυλισμοί των Ρομά, όπως κάθε μικρή ή μεγάλη “μεσογειακή οικογένεια”, άλλοτε λειτουργούν ως κάστρο κι άλλοτε ως φυλακή. Κάστρο που τούς προστατεύει απ’ τον υπαρκτό και συνεχή ρατσισμό – φυλακή που τούς απαγορεύει να ζήσουν αλλιώς. Την ίδια στιγμή, η υπόλοιπη Ελλάδα είναι χωρισμένη σε δύο λάθη. Δύο λάθη βασισμένα στα παραδοσιακά φρούτα της ντόπιας άποψης: προκατάληψη και δηθενιά.
«Οι γύφτοι γεννιούνται εγκληματίες». «Κάθε κριτική προς την κοινότητα των Τσιγγάνων είναι ρατσιστική». Απ’ τη μια μεριά το κοινό μιας ακροδεξιάς που αφορίζει απλοϊκά και μισεί θανάσιμα. Απ’ την άλλη μεριά το κοινό μιας καλομαθημένης αριστεράς, εξίσου αφοριστικής απ’ την ανάποδη, μ’ ευαισθησίες χωρίς το παραμικρό βίωμα. Στη μέση, ένα κομμάτι Ελλήνων πολιτών που οι κρατικές εξουσίες το θυμούνται μόνο όταν το χειραγωγούν για να ψηφίσει.
Έχοντας (τουλάχιστον) τις βασικές ανθρώπινες ευαισθησίες, κι έχοντας επίσης μεγαλώσει σε γειτονιά με καταυλισμό, είμαι σίγουρος για δύο πράγματα: ναι, τα γκέτο χρειάζονται αστυνόμευση – όχι, δεν είναι όλοι οι Τσιγγάνοι παραβατικοί. Δεν είναι καν η πλειοψηφία τους.
Κάθε χοντροκομμένη κριτική αρνείται να λάβει υπόψιν της πώς είναι να γεννιέσαι, να μεγαλώνεις, να ζεις σε μια κλειστή κοινωνία, σκληρά παραδοσιακή, που ανάμεσα σ’ άλλα, διδάσκει από νωρίς την άνεση της ατιμωρησίας αλλά και την ασφυκτική ομερτά του οργανωμένου (ή ανοργάνωτου) εγκλήματος. Γιατί υπάρχουμε “εμείς” και “αυτοί”. Κι αυτό έχει σχεδόν την αρτηριοσκλήρωση μιας ινδικής κάστας. Αν γεννηθείς Τσιγγάνος, είσαι το αδέρφι μας κι ο γύφτος τους. Είμαστε η φαμίλια σου κι είναι οι μπαλαμοί.
Ιστορικά, η ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση βαραίνει το ελληνικό (και κάθε άλλο) κράτος, πολύ περισσότερο απ’ ο,τι τους ίδιους τους Ρομά. Εκείνοι μεν αρνήθηκαν να μπουν στις συνθήκες της οργανωμένης αστικής ζωής (που, για να λέμε την αλήθεια, δεν τους καλοδέχτηκε κι ακριβώς). Όμως ήταν το κράτος που αδιαφόρησε, βαρέθηκε, και πάνω απ’ όλα εκ του πονηρού αρνήθηκε να εντάξει τη φυλή με το μαστίγιο εκεί που απαιτείται μαστίγιο, με το καρότο εκεί που οφείλεται καρότο. Γιατί, εκεί που το κράτος έπρεπε να βλέπει ανθρώπους, έβλεπε εύκολα εξαγοράσιμους ψηφοφόρους. Θα μου πεις, και σ’ άλλα κράτη. Θα σου πω, και τ’ άλλα κράτη…
Να παραδεχτούμε λοιπόν επιτέλους μια ειλικρινή πραγματικότητα; Στους καταυλισμούς των Ρομά ανθίζει μια εγκληματικότητα που, ούτε την καλοδέχονται, ούτε την καρπώνονται όλοι οι Τσιγγάνοι. Υπάρχουν μέσα στον πληθυσμό τους (όπως σε κάθε πληθυσμό) άνθρωποι που έχουν όνειρα. Ή που θα είχαν, αν είχαν την επιλογή. Που έχουν (ή θα είχαν) ελπίδες και προσδοκίες μιας ζωής με περισσότερη σιγουριά, περισσότερες ευκαιρίες, πρόσβαση σε μια ελάχιστη εκπαίδευση, στο τέλος-τέλος περισσότερη… ελευθερία! (Το ψευδεπιχείρημα της ελεύθερης ζωής χωρίς ασφάλεια, βασικούς κανόνες συνύπαρξης, στοιχειώδη δικαιοσύνη και δικαίωμα στη μόρφωση, δεν θα έπρεπε ν’ ακούγεται το 2025. Αν ακούγεται, πρόβλημα όσων το ακούνε).
Οπότε τι; Οπότε η ιδέα της αστυνόμευσης εντός των καταυλισμών, όπως σε κάθε γειτονιά, δεν είναι μια κακή ιδέα. Κάθε άλλο, θα ‘πρεπε να ‘ναι μια ιδέα αυτονόητη. Όμως ποιας αστυνόμευσης; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα κι αυτό θα έπρεπε ν’ απασχολεί τη δημόσια σφαίρα. Όχι το αν, αλλά το πώς.
Αν πρόκειται να επιδιώξει το υπουργείο μια “κάθαρση” όπως των Εξαρχείων (τσάμπα μάγκες που θα τα βάζουνε μ’ αθώους Ινδαρέδες, θ’ αδειάζουν καταλήψεις από “επικίνδυνους” πεινασμένους και θ’ αφήνουν το εμπόριο ναρκωτικών να βασιλεύει φάτσα-φόρα κάτω απ’ τον ήλιο), να το βράσω.
Αν πρόκειται να την πληρώσει ο πιτσιρίκος που τραγουδάει δυνατά τα βράδια κι η καρότσα που δεν έχει pos, για να τη γλυτώσει τελικά ο αρχηγός της σπείρας που κλέβει το χαλκό ή τ’ αυτοκίνητα, θα μιλάμε γι’ άλλη μια κίνηση εντυπωσιασμού. Μια κίνηση που χαϊδεύει απαλά τ’ ακροδεξιά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Γκώσαμε από δαύτες.
Η ιδέα της πρόσληψης Τσιγγάνων για τη συμμετοχή στ’ ανάλογα σώματα δράσης εντός καταυλισμών, κόντρα στην έκδηλη ανοησία περί ρατσισμού προς τους Έλληνες, είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα. Και για την κανονικοποίηση της αστυνόμευσης στα μάτια των κατοίκων, και για την κατανόηση της κουλτούρας απ’ την αστυνομία. Όμως όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο στόχο. Θέλουμε να προστατέψουμε τους πολίτες; Ν’ απελευθερώσουμε τους Τσιγγάνους που ζητάνε μια ισότιμη ζωή; Ή να ρίξουμε στάχτη στα μάτια και να τσιμπήσουμε λίγες ψήφους απ’ τη Λατινόπουλου και το Βελόπουλο;
Ιδού η Ρόδος. Κι έχεις ήδη αρκετά “άκυρα” άλματα, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη…
Διαβάστε επίσης:
Ο Χρυσοχοΐδης θέλει να εγκαταστήσει εξειδικευμένους αστυνομικούς στους καταυλισμούς Ρομά
Μέχρι κι ο Δένδιας τους κρεμάει για τον Ρούτσι
Λάουρα Κοβέσι: Πώς η Ευρωπαία εισαγγελέας έχει κάνει την κυβέρνηση να τρέμει