Ο Γιάννης Τζοβάρας είναι ένας απο τους 57. Για εκείνην ήταν ο ένας. Ο πολύτιμός της.

«Ήταν εργαζόμενος; Δεν έμεινε τίποτα, ξεχάστε τους, με το νυστέρι τους ξεκολλάμε από τα σίδερα. Πόσο πόνεσες, αδερφέ μου…»
Η Ρούλα Τζοβάρα είναι η αδερφή του Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν ελεγκτής στο τρένο. Ένας από τους 57. Ο ένας και πολύτιμος εκείνης. Του έγραψε δυο λόγια. Μας τα έστειλε. Τα δημοσιεύουμε με την αγάπη και τον σεβασμό μας. Και προχωράμε. Για δικαίωση και δικαιοσύνη.
Φεβρουάριος 2025
Δύο χρόνια πέρασαν, για όλους, εκτός από μένα, από όλους εμάς.
Ο χρόνος πάγωσε, σταμάτησε κυριολεκτικά. Είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Δεν μπορεί κάποιος εύκολα να το αντιληφθεί αυτό παρά μόνο αν είναι σε τούτη την όχθη, την απέναντι. Μόνο όσοι είναι στην από δω μεριά καταλαβαίνουν.
28 Φεβρουάριου 2023
Μια νύχτα που ο κόσμος όλος έγινε φτωχότερος. 57 όμορφοι άγγελοι δολοφονήθηκαν απάνθρωπα. Άγγελοι που θα έκαναν τον κόσμο όλο καλύτερο, μέσα από τη ζωή τους και το έργο που θα έκαναν όλοι κυνηγώντας τα όνειρά τους. Και τους έκοψαν τα φτερά. Τους στέρησαν την ανάσα, την ζωή…
Ο χρόνος εκείνη την βραδιά πάγωσε, σταμάτησε κυριολεκτικά.
Εκείνη την βραδιά, την βραδιά που πάγωσε η καρδιά μου και λύγισε η ψυχή μου.
Ο κόσμος έχασε το χρώμα του και της ζωής ο δρόμος φαίνεται τόσο μακρύς και δύσκολος… χωρίς επιστροφή…
Το βράδυ που μου στέρησαν την ανάσα μου…
Ο Γιάννης. Ο αδερφός μου, ο μονάκριβος. Αυτός ο υπέροχος αδερφός μου. Ο άγγελος μου, το στήριγμα μου, ο εξομολόγος μου, η απάντηση σε κάθε ερώτημα, η δύναμη και η απαντοχή μου.
Ένας άγγελος για μένα που δεν μου χάλασε ποτέ χατίρι, αλλά και για όλους γύρω του.
Μου τον άρπαξαν και τον σκότωσαν με τον χειρότερο τρόπο.
Δύο χρόνια μετά…
Μου λείπεις αδερφέ μου…
Σε ψάχνω κάθε στιγμή: στον πρωινό καφέ, στον βασιλικό στη γλάστρα που τόσο σου άρεσε και τον φύτευες παντού. Στο κύμα που σκάει στην άμμο και περιμένει να βουτήξεις στα βαθιά και να χάνεσαι. Και εγώ γεμάτη φόβο, μην πάθεις τίποτα, να σε φωνάζω σαν υστερική να βγεις και να μου λες γελώντας «πάλι ρόμπα γίναμε», και να χάνεσαι στα γέλια. Σε ψάχνω στο κάθε τι, τα μεσημέρια για το τσιγάρο, το βράδυ στη βεράντα ξενυχτώντας να συζητάμε για όλα τα μικρά και μεγάλα της ζωής. Σε ψάχνω να σου πω τα νέα μου, τα παλιά μου, να γίνει διπλή η χαρά ή να μοιραστεί η θλίψη.
Μου λείπει. Λαχταράω να δω τα μάτια του, να ακούσω τη φωνή του, το γέλιο του, το χαμόγελό του, να ακούω να μου λέει «όλα θα πάνε καλά», «μην ανησυχείς», «ό,τι χρειαστείς». Σε ποιον να στείλω μήνυμα ή φωτογραφίες από τη φύση και τις αλλαγές της μέσα στο χρόνο και καθετί όμορφο στην πλάση που μόνο εσύ καταλάβαινες, αδερφέ μου, όμορφε, και μετά μου έστελνες κάτι και εσύ. Θυμάμαι να σου στέλνω την πρώτη παπαρούνα που έβγαινε την άνοιξη για να σου την δείξω, νομίζοντας ότι δεν τις έχεις δει ακόμη, και μου έστελνες φωτογραφία από τη διαδρομή σου με το τρένο με ένα λιβάδι με χίλιες παπαρούνες και μια φατσούλα με γέλια. Κοζάνη-Στυλίδα: 0-1
Πως να προχωρήσω με μια πληγή που δεν θα κλείσει ποτέ;
Έφυγες… Δεν σ’ αγκάλιασα, δεν σε φίλησα, δεν σε χαιρέτησα… Ένα λευκό κουτί. Και οι λέξεις τους να σου τρυπάνε μυαλό και ψυχή όταν σε ψάχναμε και περιμέναμε στο νοσοκομείο: «Ήταν εργαζόμενος; Δεν έμεινε τίποτα, ξεχάστε τους, με το νυστέρι τους ξεκολλάμε από τα σίδερα. Πόσο πόνεσες, αδερφέ μου…»
Πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό; Δεν γίνεται. Λέω ότι κάτι έγινε και είσαι κάπου και έτσι συνεχίζω.
Ο Χόρχε Μπουκάι, στον «Δρόμο των δακρύων» το περιγράφει καταλυτικά πως ήταν εκείνη η μέρα, πως είναι όλες οι μέρες δύο χρόνια μετά:
«Γυρίζω το κεφάλι… αλλά δεν τον βλέπω πουθενά. Ταράζομαι.
Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ ως τώρα. Δεν έχουμε ξαναχαθεί στο δρόμο.
Από την πρώτη μας συνάντηση, δεν έχουμε χωρίσει λεπτό. Ήταν μια σιωπηρή συμφωνία. Σταμάταγε ο ένας, σταμάταγε κι ο άλλος. Βιαζόταν ο ένας, πήγαινε γρηγορότερα ο άλλος. Παίρναμε μαζί την στροφή, αν ο ένας από τους δύο ήθελε να στρίψει… Δεν φαίνεται πουθενά… Κι άξαφνα μοναξιά, σιωπή, αμηχανία…
Τι να κάνω; Οι επιλογές μου… Να πεθάνω. Με ερεθίζει αυτή η ιδέα…
Έτσι αισθάνομαι: διχασμένη, χαμένη, συντρίμμια. Αλλού οι σκέψεις μου, αλλού τα συναισθήματά μου, αλλού το σώμα, αλλού η ψυχή μου. Και το μυαλό μου, η συνείδησή του εαυτού μου καθηλωμένα εκεί…»
Και η ψυχή μου θα συμπληρώσω εγώ, δύο χρόνια τώρα, να ψάχνει και το σώμα να σέρνεται στα χαμένα, στο σπίτι του που δεν έχω αλλάξει τίποτα, στο μνήμα, στα Τέμπη εκεί που πήρες και άφησες την τελευταία σου ανάσα, την τελευταία σου πνοή…
Ψυχούλα μου όμορφη, ψυχή βαθιά.
Μιλούσαμε με τα μάτια της ψυχής και ήσουν πάντα εκεί.
Δεν έσκυβες το κεφάλι σου στο άδικο ποτέ, έμπαινες μπροστά για να βοηθήσεις, να συμπαρασταθείς.
Τα χέρια σου πάντα ανοιχτά σε όποιον είχε ανάγκη. Έδινες πρώτα με την ψυχή σου και μετά με τα χέρια σου.
Αγαπούσες τους ανθρώπους και πίστευες ότι ο καθένας είναι μοναδικός.
Νομίζω το «ΑΝ» του Ράντγιαρντ Κίπλιγκ, γράφτηκε ακριβώς για τον Γιάννη.
Ήταν πάντα ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, μια ήρεμη όμως δύναμη. Ένα παιδί κατοικούσε μέσα στην ψυχή του.
Είχε τόσα όνειρα. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας έχουν και κάνουν όνειρα, μικρά ή μεγάλα.
Μου λείπεις αδερφέ μου… Περιμένω ακόμη ν ‘αράξεις, να φανείς δηλαδή, στο δρόμο να έρχεσαι, ή ν’ ανοίξει η πόρτα και να’ ρθεις…
Δύο χρόνια τώρα η ψυχή μου να ψάχνει καθημερινά κάτι να πιαστεί. Περπατώ στους δρόμους που πάτησες με την ελπίδα μήπως σε δω… Τα δάκρυα δεν στέρεψαν, κυλούν μόνα τους, ξέρουν τη διαδρομή της ψυχής. Η απώλεια θέλει πάντα τον φόρο της άμεσα, τον απαιτεί και τον εισπράττει καθημερινά από το εσωτερικό ουρλιαχτό.
Περίμενα δύο χρόνια να γεννηθείς κι από τότε είμαστε πάντα μαζί: στα μικρά, στα μεγάλα, στα όμορφα, στα δύσκολα. Μια ζωή μαζί. Μιλούσαμε με τα μάτια. Τώρα το γέλιο, η χαρά έχουν μια πίκρα μαζί. Αδερφέ μου, μας λείπεις. Μου λείπεις. Ο ήχος της φωνής σου, το γέλιο σου, η ματιά σου… Λείπεις ΕΣΥ κι είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό, αβάσταχτο, λυγίζει η ψυχή μου. Σ’ αγαπάω και θα σε περιμένω κάθε μέρα… Εύχομαι όπου κι αν είσαι να είσαι καλά, χαρούμενος, γελαστός, όπως ήσουν πάντα, παρέα με άλλες 56 όμορφες και άδολες ψυχές και κάποια στιγμή θα ανταμώσουμε πάλι. Ως τότε γίνε φύλακας άγγελος μας όπως ήσουν πάντα. Ο Θεός να μας δώσει δύναμη και αντοχή να προχωρήσουμε. Στο μυαλό μου η φωνή σου:
«Μην με ξεχάσεις.
Μην ξεχνάς. Γίνε η φωνή μου.
28/2/23 με σκότωσαν πρώτη φορά. Μην μ’ αφήσεις να χαθώ ξανά.
Δικαίωσέ μας».
Την φωτογραφία μου την έστειλε εκείνη. Ήταν μαζί μας, με τον άντρα της Σάκη βράχο δίπλα της, στην εκδήλωση στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι στην Λαμία. «Τώρα γύρισα Κοζάνη», μου έγραψε. «Πέρασα από Τέμπη και έβαλα το πανό. Είχε κόσμο που ερχόταν κι έφευγε για ένα κερί. Νέα παιδιά. Για μένα εκεί είναι ένα άλλο σπίτι. Όταν πάω δεν θέλω να φύγω και όταν φεύγω αφήνω ένα κομμάτι της ψυχής μου. Να είναι εκεί. Είναι όμορφα εκεί, αισθάνεσαι ότι είναι όλοι εκεί και σε περιμένουν».
Οι άνθρωποι των Τεμπών έχουν ονόματα, οικογένειες, φίλους. Έχουν εμάς. Και δεν μπορείτε, δεν θα σας επιτρέψουμε, να τους «μπαζώσετε». Ραντεβού την Παρασκευή.
Διαβάστε επίσης:
Οι άνθρωποι των Τεμπών: Τους δώσαμε βήμα να ρωτήσουν τον πρωθυπουργό – Θα απαντήσει;