Ακούστε το τραγούδι: «Θηρίο σαν την ξενιτιά» – Δημήτρης Μητσοτάκης (ft. ΧAONIA & Ιόμη)

Στο νέο single του, «Θηρίο σαν την ξενιτιά», ο τραγουδοποιός Δημήτρης Μητσοτάκης γράφει και τραγουδάει για τη νέα ξενιτιά, αυτή της γενιάς της οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από το 2010 και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Ένα νέο κύμα μετανάστευσης διαφορετικό από αυτά του παρελθόντος, καθώς -όπως αναφέρεται στο σημείωμα που συνοδεύει την κυκλοφορία του τραγουδιού- «ενώ στο παρελθόν η ξενιτιά απορροφούσε κυρίως ανειδίκευτους εργάτες και αγρότες χωρίς εκπαίδευση, η τωρινή φυγή αφορά νέους μορφωμένους με επαγγελματική εμπειρία και πολλά προσόντα».
Παλιά έτρωγε ξυπόλητο και νηστικό το θειό μου
Και τώρα τρώει την κόρη μου, το γιο, τον ανιψιό μου
Θηρίο σαν την ξενιτιά, ρε μάνα μου, δεν είδα
Να τρέφεται με όνειρα με πόθους και μ’ ελπίδα
Στους στίχους, τη μουσική και το τραγούδι είναι ο Δημήτρης Μητσοτάκης, ενώ φωνητικά τον συνοδεύουν η Ιόμη και το πολυφωνικό σύνολο XAONIA – CHAONIA που απαρτίζουν οι: Αλίκη Γκανά, Αλέξανδρος Λαμπρίδης, Γιώργος Τούτσης, Ουρανία Μπατσινίλα, Χρήστος Δίπλας, Κατερίνα Ευθυμίου, Γιώργος Διόχνος, Ελευθερία Πανούση.
Βιολί παίζει ο Κυριάκος Πέτρου και ηλεκτρική κιθάρα ο Οδυσσέας Τζιρίτας. Ο Δημήτρης Μητσοτάκης έπαιξε τύμπανα, μπάσο, ακουστική κιθάρα και μπαγλαμά. Την ηχοληψία, τη μίξη και το mastering υπογράφει ο Γιάννης Πετρογιάννης (Matrix studio). Το βίντεο του τραγουδιού, που είναι διαθέσιμο από το κανάλι του Δημήτρη Μητσοτάκη στο YouTube, επιμελήθηκε η Ναταλία Κοκώση.
Οι στίχοι του τραγουδιού
ΘΗΡΙΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ
(Στίχοι – μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης)
*Η μελωδία του πολυφωνικού μέρους βασίζεται σε παλαιό Πωγωνίσιο αχό.
Η ξενιτιά ξανάφτασε μ’ ακονισμένα νύχια.
Η ξενιτιά είν’ αχόρταγη, βαστάει σκληρούς ανθρώπους
Που σαν θα δουν αλλιώτικο με ρίζα απ’ άλλους τόπους
Που σαν θα δουν παράξενο να έχει άλλο δέρμα
Με γλώσσα ξένη κι άγνωστη, στην τσέπη ούτε ένα κέρμα
“Παιδιά κατώτερου θεού” και “του διαβόλου σπέρμα”
Ουδέ μανάδες σέβονται ούτε παιδιά παντέρμα
Παλιά δαδί ανάβανε και καίγανε καλύβια
Μα τώρα πια, ρε μάνα μου, σκοτώνουν με μολύβια.
Θηρίο σαν την ξενιτιά, ρε μάνα μου, δεν είδα
Να τρέφεται με όνειρα με πόθους και μ’ ελπίδα
Παλιά έτρωγε ξυπόλητο και νηστικό το θειό μου
Και τώρα τρώει την κόρη μου, το γιο, τον ανιψιό μου.
Καλά θα κάνεις, μάνα μου, να μη με περιμένεις.
Ο τόπος μας ξεράθηκε και στάζει μόνο αίμα
Πηγάδι δεν απόμεινε, δεν έμεινε ούτε ρέμα
Δροσοπηγές στερέψανε, στραγγίξαν τα ποτάμια
Και πλάκωσε στο σπίτι μας η Χίμαιρα κι η Λάμια
Και πού να τρέξεις να κρυφτείς σε κέδρους και σφενδάμια
Τρανές φωτιές ανάψανε και καίνε σαν κατράμια
Γυμνοί απ’ τη στάχτη σώθηκαν και ψάχνουν τα παιδιά τους
Μα βρίσκουν μόνο γέροντες και σκίζετ’ η καρδιά τους.
Θηρίο σαν την ξενιτιά, ρε μάνα μου, δεν είδα
Να τρέφεται με όνειρα με πόθους και μ’ ελπίδα
Παλιά έτρωγε ξυπόλητο και νηστικό το θειό μου
Και τώρα τρώει την κόρη μου, το γιο, τον ανιψιό μου.
Στη θάλασσα εβούλιαξα στο χώμα με πετάξαν
και στο βοριά που σε φυσά σκορπίστηκε η ψυχή μου.
Αν σε φυσήξει ο βοριάς την πόρτα μην κλειδώσεις
N’ ανάψεις φούρνο, μάνα μου, και ρούχα να μου στρώσεις
Εγώ ‘μαι που κουράστηκα, διψάω και πεινάω
Κλωνάρι είμ’ αδύναμο και μες στη μπόρα σπάω
Κι αν δεν ανοίξεις, μάνα μου, δεν θα ’χω πού να πάω
Σαν την κατάρα άδικα τις νύχτες θα γυρνάω
Μες στο σκοτάδι το βαθύ, στο πιο πηχτό σκοτάδι
Ώσπου να σύρει η ξενιτιά το σώμα μου στον Άδη.
Θηρίο σαν την ξενιτιά, ρε μάνα μου, δεν είδα
Να τρέφεται με όνειρα με πόθους και μ’ ελπίδα
Παλιά έτρωγε ξυπόλητο και νηστικό το θειό μου
Και τώρα τρώει την κόρη μου, το γιο, τον ανιψιό μου.