Habemus: Πρώτος Πρόεδρος Ελληνικής Ολιγαρχίας

Από Εγγυητής της Δημοκρατίας σε εγγυητή της Νέας Δημοκρατίας
Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ούτως ειπείν, στο ελληνικό μας (και κατά τη γνώμη μου απαράδεκτο, για παραπάνω από έναν λόγους) σύστημα, ο ανώτατος άρχων είν’ ευνουχισμένος από πραγματική δύναμη, κι εκλεγμένος δι’ αντιπροσώπων. Κάπως έτσι λοιπόν, σχηματίστηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης μια όμορφη παράδοση δυνατού δημοκρατικού συμβολισμού. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή που θα ‘ναι μια συμβολική προσωπικότητα κοινής αποδοχής, ή θα προέρχεται από παράταξη της μειοψηφίας. Γιατί, στο κάτω-κάτω, τι είναι μια δημοκρατία που δεν σέβεται τις μειοψηφίες της;
Κωνσταντίνος Καραμανλής, Χρήστος Σαρτζετάκης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωστής Στεφανόπουλος, Κάρολος Παπούλιας, Προκόπης Παυλόπουλος, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Κανονικά εδώ θα ‘πρεπε να μπουν αποσιωπητικά εξακολούθησης, μόνο που η λίστα (μαζί κι η όμορφη παράδοση της κοινής αποδοχής) δεν εξακολουθεί. Σταματάει απότομα μ’ ένα όνομα που χρειάστηκε τέσσερις ψηφοφορίες, την κυβερνητική πλειοψηφία, και φυσικά τη μετατροπή του σχετικού συνταγματικού άρθρου για να μπορέσει να εκλεγεί. Και τελικά εκλέχθηκε, επειδή δεν γινόταν διαφορετικά. Ο Κωνσταντίνος Τασούλας είναι ο νέος Πρόεδρος μιας δημοκρατίας που προσπαθεί με κάθε τρόπο να πετάξει από πάνω της αυτό το τόσο ενοχλητικό της όνομα.
Είναι ο Πρώτος Πρόεδρος Ελληνικής Ολιγαρχίας.
Ακούγεται βαρύ, όμως δεν είναι. Ο Τασούλας αποτελεί, πιθανότατα, τον Πρόεδρο με τη μικρότερη αποδοχή, όχι μονάχα εντός κοινοβουλίου (εκεί τα νούμερα είναι αμείλικτα), μα και στη βάση την οποία θεωρητικά εκπροσωπεί – στην ελληνική κοινωνία. Ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε ρίξει ήδη χαμηλά τον πήχη της προσωπικότητας που απαιτεί η σημαντικότερη (τυπικά) καρέκλα της χώρας, τώρα ο νέος κρατικός άρχων υποβίβασε και κάθε έννοια κι ανάγκη διακομματικής νομιμοποίησης.
Εύλογα κανείς αναρωτιέται: Γιατί; Τι ανάγκη είχε η Νέα Δημοκρατία να σταματήσει μια παράδοση χρόνων, κι ενώ υπήρχαν ήδη τα ονόματα της Λούκας Κατσέλη, του Τάσου Γιαννίτση, κι άλλα επίσης που θα μπορούσαν να εκλεγούν μ’ ευρεία και (το κυριότερο) πολύχρωμη πλειοψηφία; Γιατί έπρεπε ακόμα κι ένας θεσμός, σχεδόν απόλυτα διακοσμητικός, να ‘χει τη στάμπα και την αποκλειστική στήριξη της κυβερνώσας παράταξης; Στο μυαλό μου, δύο μόνο είναι οι πιθανές απαντήσεις. Και καμία απ’ τις δύο δεν θα σ’ αρέσει…
Ή l’ etat c’ est moi, ή quid pro quo.
Η πρώτη πιθανή εξήγηση, είναι η γροθιά του 41% στο τραπέζι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η απάντηση ενός Πρωθυπουργού που, μ’ απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή κι έχοντας κατακτήσει διθυραμβικά την επανεκλογή του δύο χρόνια πριν, νιώθει ξαφνικά να στριμώχνεται. Βλέπει τον κόσμο ν’ αμφισβητεί τις πρακτικές του. Τον βλέπει να ετοιμάζεται να κατεβεί (και τελικά να κατεβαίνει) μαζικά στο δρόμο. Να ζητάει δικαίωση για ένα έγκλημα που, εφτακόσιες τριάντα μέρες μετά, δεν λέει να ξεχαστεί. Βλέπει κάποια ανασύνταξη της διαλυμένης αντιπολίτευσης που προσπαθεί ν’ αρθρώσει λόγο. Βλέπει τις εξελίξεις της υπόθεσης να φεύγουν απ’ τον πλήρη έλεγχό του. Και χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, υπενθυμίζοντας πως μπορεί ακόμη να κάνει ο,τι θέλει. Ν’ αλλάξει νόμους όσο θέλει, να περάσει όποιες διατάξεις θέλει, να εκλέξει τον Πρόεδρο που θέλει. Τον δικό του Πρόεδρο. Κι αυτή, δυστυχώς, είναι η καλή εξήγηση.
Η άλλη αφορά, όχι κάποιον Τασούλα της Νέας Δημοκρατίας, αλλά συγκεκριμένα τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής. Τον Πρόεδρο που, σύμφωνα με την κυρία Καρυστιανού “…κρατούσε στο γραφείο του τη δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη σύμβαση 717“. Τον Πρόεδρο που κατηγορείται από σύσσωμη σχεδόν την αντιπολίτευση πως, και στην υπόθεση των Τεμπών, και σ’ εκείνη των υποκλοπών, έκανε όσα του επέτρεπε η θέση του (θεσμικά κι αντιθεσμικά) για να στηρίξει την έκθετη κυβέρνηση. Κι εκείνη τώρα τον επιβραβεύει, εξασφαλίζοντας έτσι τη μη παρέμβαση του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα σε οποιαδήποτε νέα εξέλιξη εναντίον της. Ας μην ξεχνάμε, ο ρόλος είναι εν πολλοίς διακοσμητικός, μα διατηρεί τη δυνατότητα να ρίξει την κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, με την εκλογή Τασούλα ο Πρόεδρος μετατρέπεται από Εγγυητής της Δημοκρατίας σε εγγυητή της Νέας Δημοκρατίας. Κι αυτό, αν δεν είναι θλιβερό, είναι τουλάχιστον αστείο. Κι αν το δούμε με λίγη παραπάνω κυνικότητα, απόλυτα ταιριαστό σε μια δημοκρατία που, ξεπερνώντας τον μαρξιστικό αφορισμό περί ιστορίας, είναι τα τελευταία χρόνια μαζί, τραγωδία και φάρσα.
Διαβάστε επίσης:
Βασίλης Δημάκης: Ο άνθρωπος που νίκησε το άθλιο σωφρονιστικό σύστημα
Οι κυβερνήσεις έβλεπαν τα τρένα να περνούν – Ιστορίες για το πιο ασφαλές μέσο