Είναι πολλά τα “ναυτάκια”, Άρη… Και ζουμπουρλούδικα!

Κάποτε ήμασταν “γκαρσόνια της Ευρώπης” και μας χάλαγε. Ο Έλληνας ο σωστός, ο ακάλυπτος, ο μπον βιβέρ, ο γκρικ λόβερ κι ο ταρτούφος των κουτόφραγκων, πώς θα μπορούσε να ‘ναι το γκαρσόνι τους; Ο υπηρέτης; Ο νεαρός του πουρμπουάρ; Κι ενώ καθόλου ντροπή δεν είναι (ούτε κακή πολιτική) να ‘χεις για βασική βιομηχανία σου τον τουρισμό, η Ελλάδα σ’ ένα τέταρτο του αιώνα, αντί να γίνει από “γκαρσόνι” σερβιτόρος, και ξενοδόχος, και τουριστικός πράκτορας, διάλεξε να ποντάρει σ’ όσα ήξερε. Κι άρα ξανά δυο δρόμους έχεις: ή θα ‘σαι ο ακάλυπτος, ή θα ‘σαι ο υπηρέτης…
Η διαφορά ωστόσο είν’ εμφανής. Μια χώρα που είχε κάποτε τη Μύκονο, μα είχε και την Πάρο, κι ύστερα είχε τη Σέριφο και τελικά τη Σίφνο, σήμερα έχει μόνο Μύκονο – διάλεξε άμα τη θες σε κύκλο ή σε παράταξη, απ’ τη μεριά του Αιγαίου ή στο Ιόνιο. Δεν έχει πια διαχωρισμούς ανόητους, δεν έχει πια νησί για ξένους και για ντόπιους, ούτε νησί για πλούσιους και φτωχούς. Όλη η Ελλάδα ένα φιλέτο, ένα ταρτάρ, χωρίς σουβλάκι. Τα ‘χεις και κάνεις διακοπές. Δεν τα ‘χεις… staycation!
Ανάμεσα βέβαια στην ποσότητα του χρήματος, έρχεται κι η ποιότητα να μετρηθεί με την αξιοπρέπεια και την υπομονή σου. Ναι μεν, τιμές φιλέτου όλη η χώρα, μα όχι πάντα για φιλέτο. Πότε-πότε, συχνότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς, πιτόγυρο καρβουνισμένο και γεμάτο ξύγκι. Διψήφια τα νούμερα για μια ντομάτα και δυο πιπεριές στο ξύδι, τριψήφια τα νούμερα για ένα διπλό κρεβάτι με χαλασμένη τουαλέτα, και τετραψήφια για ν’ ανέβεις στο καράβι μ’ όλη σου τη φαμίλια πήγαιν’ έλα. Ούτως ειπείν, εκτός προϋπολογισμού τα πιο πολλά νοικοκυριά κι ο Έλληνας ανίκανος να πάει στον τόπο του διακοπές. Όμως δεν είναι καν αυτή η συζήτηση. Διότι αν κάπως βρήκες χρήματα, κι αν κάπως βγήκε άκρη, κι αν έχεις τέλος πάντων τρόπους ν’ ανταποκριθείς στις απαιτήσεις για ποιοτικές διακοπές με γύρω-γύρω θάλασσα, τότε να πας και να περάσεις και καλά, σωστά; Φωνή τηλεοπτική γεμάτη κοκοράκια έρχεται να σε βάλει στη θέση σου. Θρασύ. Κι ανόητε!
“Εάν θέλουμε τουρισμό να φέρνει 20 δις στον τόπο, εμείς οι κάτοικοι πρέπει να υποχωρούμε έναντι των τουριστών” είπε ο Άρης Πορτοσάλτε, κι όταν ρωτήθηκε “γιατί;”, απάντησε αφοπλιστικά: “Γιατί δεν χωράμε!”. Είναι μιαν ανοησία λογικοφανής, πλην όμως παραμένει ανοησία. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι η ανοησία διά στόματος Πορτοσάλτε (δεν είναι δα κι η πρώτη). Είναι η απόλυτη κυνικότητα με την οποία δημοσίως εκφράζεται η άποψη πως ο Έλληνας που εργάζεται πολύ περισσότερο και πληρώνεται πολύ λιγότερο απ’ το μέσο Ευρωπαίο, οφείλει να παραχωρεί ως και τις διακοπές του στο “συνάλλαγμα”. Έστω και δίχως ξένο νόμισμα.
Η προτροπή του Πορτοσάλτε είναι πολύ χειρότερη απ’ όσο ακούγεται, ακριβώς επειδή σπάει τα ίδια το όρια του ευπρεπούς φιλελευθερισμού. Με ύφος αυθεντίας, μ’ αγανάκτηση “κοινής λογικής”, ένα φοβισμένο κράμα νεοφιλελεύθερης συντήρησης σε καλεί, σε προσκαλεί (και τελικά σ’ εγκαλεί που δεν υποκύπτεις) στη δουλοπρέπεια. Σκύψε το κεφάλι, πάρε το φιλοδώρημα, φίλα το χέρι που σε χαρτζιλικώνει, καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!
Είναι προφανές το πρόβλημα της πρότασης, και γίνεται ακόμα εμφανέστερο αν το συγκρίνεις με τις “βαριές βιομηχανίες” άλλων κρατών. Πόσο προσβλητικά θ’ ακούσει ένα γαλλικό αυτί την αντίστοιχη προτροπή: “Μην πίνεις το καμπερνέ του Μπορντώ, δεν φτάνει για τους Γερμανούς”. Πόσο ανόητο θα βρει ο Γερμανός έν’ αντίστοιχο: “Μην αγοράζεις Μερσεντές, δεν θα ‘χει για τους Ιταλούς”. Και πόσο θα ξεκαρδιστεί ο Ιταλός άμα του πεις: “Μην τρως την παρμεζάνα σου, να φτάσει για τους Γάλλους”. Στην Ελλάδα ωστόσο, που εδώ και μήνες δεν έχει χρήματα να φάει το λάδι απ’ την ελιά της κι ανταλλάζει τη φέτα της με το λευκό τυρί, τολμάς να πεις, ανόητε σκλάβε της περιορισμένης σκέψης σου, αυτό που κάνει όλους τους άλλους να γελάν και να θυμώνουν. Κι ύστερα οργίζεσαι που σε στοχοποιούν “ομάδες και συλλογικότητες”, κι όχι τα λόγια σου τα ίδια.
Το μόνο που μένει ν’ αναρωτηθεί κανείς, είναι: Ανάμεσα σε τόσους έξοχους φωστήρες του δημόσιου λόγου, θα υπάρξει κάποιος να προτείνει μιαν ορθολογική ανάπτυξη του ελληνικού τουριστικού μοντέλου; Θα βρεθεί κάποιος ν’ αξιοποιήσει τα δις της αγγουροντομάτας με τρόπο που θα επιτρέπει την ορθολογική κερδοφορία, τις ποιοτικές υπηρεσίες, μια τουριστική βιομηχανία επιτέλους σοβαρή, ανταποδοτική, κι όχι εχθρική προς τον πολίτη που την προσφέρει;
Φρούδες ελπίδες. Αλλά έχει τριγύρω τόση ζέστη και τόση ανοησία, που άμα δεν μείνω αισιόδοξος θα βρεθώ στην κόλαση…