Ευχαριστώ που με απολύσατε

Δεν είμαι και δε θέλω να είμαι ο Αντώνης από τα Τέμπη. Ούτε ο Αντώνης που μετανάστευσε. Ούτε ο Αντώνης που πείνασε. Ούτε ο Αντώνης που, ξέρω ‘γω, έγινε μηχανικός. Είμαι ο Αντώνης που δε γουστάρει έναν κόσμο που βαστάζεται στις πλάτες όσων πονάνε. Και θέλω η ιστορία να με βρίσκει πάντα μαζί τους, είτε βγήκαν από τρένο, είτε από βάρκα, είτε μέσα από τις φωτιές ή τις πλημμύρες στα σπίτια τους, είτε από εξώσεις ή εθνοκαθάρσεις. Για όλες τις χειραψίες και τις αγκαλιές στους δρόμους που περικυκλώνουν τα ΜΑΤ.

Όταν είχα πρωτοέρθει στη Θεσσαλονίκη, ένας πιτσιρικάς 19 χρονών, ήμουν τρομαγμένος μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής μου. Είχα όλους τους λόγους του κόσμου να φοβάμαι. Δεν είχα ζήσει σε μεγάλη πόλη, δεν είχα ζήσει πραγματικά μόνος μου, αλλά το πιο βασικό για μένα τότε ήταν πως δεν είχα λεφτά και δε θα είχα λεφτά.

Βρήκα ένα στούντιο 16 τετραγωνικών, κυριολεκτικά ένα κουτί 4×4, μετρημένο, στο οποίο έζησα 5 χρόνια, με διαλείμματα για καραντίνες και νοσοκομεία μετά τα Τέμπη. Ήταν ό,τι πιο φτηνό μπορούσα να βρω, κι ας μου ανέβαζαν το νοίκι ένα δεκάρικο στη χάση και στη φέξη. Ακόμα κι έτσι, υπήρχαν μήνες που ίδρωνα για να βρω τον τρόπο να το πληρώσω.

Είχα γυρίσει από το εξωτερικό, μια προσπάθεια που έκανα μετά το σχολείο να βρω δουλειά και σπουδές μακριά από το «σπίτι», αυτό που κάθε χρόνο στερούσε όλο και περισσότερα από τους γονείς μου κι εμένα. Είχα δει πώς είναι να ξυπνάς κάθε μέρα χωρίς να γνωρίζεις τι θα ξημερώσει, αν θα κάνεις κάτι λάθος, αρκετά λάθος ώστε δύο δημόσιοι υπάλληλοι να σε φορτώσουν σε ένα αεροπλάνο, να σε γυρίσουν από κει που ήρθες, και να σου ζητάνε να ξεπληρώσεις το εισιτήριο μέχρι τελευταίου ευρώ, δολαρίου, ό,τι σκατά έχει διαλέξει η κάθε χώρα για να τραμπουκίζει τους πολίτες της και να ταΐζει τα αφεντικά της.

Γυρνώντας «σπίτι μου», μετά την αποτυχημένη μου περιπέτεια, προσπάθησα να καταπολεμήσω την ανέχεια μου και να «αποταμιεύσω» για το χειμώνα, τον οποίο θα περνούσα, όπως και τόσους άλλους, στη Θεσσαλονίκη, τη μεγάλη φτωχομάνα, κι όλα τα σχετικά. Οφείλω να παραδεχτώ ότι στο εξωτερικό μου είχαν φερθεί εξαιρετικά, κι ας είχαν όλα τα περιθώρια να με εκμεταλλευτούν εργασιακά. Όσο το ψαχουλεύω, υπήρξα εν μέρει τυχερός, αλλά επίσης ήταν και η κουλτούρα τέτοια. Ίσως οι λόγοι που είχα τότε στο μυαλό μου για την ύπαρξη αυτής της κουλτούρας να ήταν λάθος. Ήταν «ο Έλληνας προκόβει στο εξωτερικό κι όχι στην Ελλάδα» ή μήπως ήταν «και να φύγει από ‘δω, θα δουλέψει στον δίπλα»; Πως θα εκμεταλλευτείς έναν εργαζόμενο που μόλις δει κάτι που δεν του αρέσει θα φύγει, γιατί μπορεί να πάει αλλού; Τροφή για σκέψη. Καλοί οι νόμοι και η επιβολή τους, αλλά στην καθημερινότητα μιλά και η καθαρή δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων.

Σε περίπτωση που δεν το έχω κάνει σαφές, το χρονικό της επιστροφής μου στην Ελλάδα δεν ήταν το ίδιο ευχάριστο. Εργοδότες εκμεταλλεύτηκαν τη φύση τόσο του χαρακτήρα μου, όσο και της κατάστασης της δικής μου και της οικογένειας μου. «Αν κάτσεις άλλη μια βδομάδα θα σε ξεπληρώσω», «Αν κάτσεις μέχρι το κλείσιμο θα πληρωθείς τα σημερινά απόψε», κι ούτω καθεξής, πράγματα που έχουν ζήσει και ζουν όσοι και όσες έχουν πλησιάσει τη γαλέρα της εστίασης. Πρώτο λάθος, λάθος αθωότητας και λάθος απειρίας, αδιαβασιάς: «εγώ φταίω, αν ήμουν πιο σκληρός δε θα με πατούσαν». Δεν τόλμησα ποτέ να ολοκληρώσω τη φράση: «θα πατούσαν τους άλλους που το επιτρέπουν». Δε θα είχα λύσει το πρόβλημα, μπορεί να είχα γίνει και μέρος του κιόλας.

Πέρασαν κι άλλα τέτοια χρόνια, με καλύτερα ή χειρότερα αφεντικά. Μέχρι που ήμουν τόσο άφραγκος και κουρασμένος, αλλά και αρκετά «έμπειρος» σε θέματα σχολής, ώστε να δοκιμάσω για πρώτη φορά την τύχη μου στο περιβάλλον για το οποίο υποτίθεται ότι με προετοίμαζε η ίδια. Κάπου στα μέσα του τέταρτου έτους, με 20 χρωστούμενα και μια διπλωματική, ξεκινάει το ταξίδι μου στον κόσμο των λευκών κολάρων, των γραφείων, των εταιρικών mail, των επαγγελματικών καρτών, των meeting, των δεικτών παραγωγικότητας, των αξιολογήσεων, των υπερ-ευγενικών αψιμαχιών (για να μη χαλάει το κλίμα της ομάδας, as per my last email…). Αυτό με έβαλε σε μια διαδικασία να ρωτάω, εντός και εκτός γραφείου, να μαθαίνω, να συγκρίνω τη δική μου εργασία με άλλες, να προσπαθώ να καταλάβω πού, πώς και αν χωράει ο συνδικαλισμός στους χώρους δουλειάς, αν είναι τόσο κακός όσο τον ακούω ή αν έχει αρρωστήσει κι αυτός από το μικρόβιο του «σώζων εαυτόν σωθήτω». Πολύ αργές διαδικασίες, με πολύ μπρος-πίσω, πολλή αυτοαμφισβήτηση, διπλές και τριπλές σκέψεις, αν είμαι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο.

Υπήρχαν πράγματα που μ’ αρέσαν πολύ, έκανα αυτό για το οποίο είχα κοπιάσει και πεινάσει τόσο, μοιραζόμουν γνώσεις με έμπειρο και δημιουργικό κόσμο. Έχοντας κάνει τόσα χρόνια χειρωνακτικές εργασίες, στον έξω κόσμο, σε διαρκή τριβή με αγνώστους, το πρώτο καλοκαίρι στο γραφείο μετρούσα ανάποδα τις μέρες μέχρι να λείψω αυτή τη μία βδομάδα. Μου είχε λείψει το φυσικό φως, ο ιδρώτας που κολλούσε πάνω μου, τα τζιτζίκια το μεσημέρι, αυτοί οι περίεργοι τουρίστες που ζητούσαν μπουκάλια κρασί από τις 10 το πρωί και δεν είχαν την υπομονή ούτε να με βλέπουν να τα ανοίγω άχαρα.

Δηλαδή, θα περιμένω όλο το χρόνο μέσα στο τεχνητό φως, για μια βδομάδα; Γι’ αυτό διαβάζω σα τον μανιακό; Ταράχτηκα, συθέμελα. Με το ζόρι έβγαλα εκείνη τη μέρα στο γραφείο. Και την επόμενη έπρεπε να είμαι την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, με τους ίδιους ανθρώπους. Δε φταίνε εκείνοι, και με τους φίλους μου να δούλευα, πάλι τα ίδια θα σκεφτόμουν. Άρχισε να με πειράζει κι αυτό το «κοίτα τη δουλειά σου» που έχει η μέση θέση εργασίας. Αν χαλάσεις χρόνο να βοηθήσεις κάποιον, θα πάνε πίσω οι δικές σου διορίες και τα ρέστα. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο με ενοχλούσε, και τόσο λιγότερο χρήσιμος ένιωθα στην κοινωνία. Δε μπορούσα να καταλάβω για ποιον δημιουργώ ό,τι δημιουργώ, πέρα από τον άνθρωπο που με πληρώνει.

Με τα Τέμπη, όλα αυτά έσκασαν στα μούτρα μου. Με διάφορες τριβές, με τις παραπάνω σκέψεις να γίνονται όλο και πιο επίμονες και τις πολλές αναρρωτικές που χρειάστηκε το χάλι που μου δημιούργησε το τρένο, έχασα τη δουλειά μου. Μερικούς μήνες μετά, μπορώ και θέλω μόνο να πω: «Ευχαριστώ που με απολύσατε».

Έμαθα να ζω με λιγότερα, να με ευχαριστούν ξανά οι ανθρώπινες επαφές, το μοίρασμα του πόνου, πράγματα που δε πουλιούνται και δεν αγοράζονται. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που έδωσα στον εαυτό μου το χρόνο να νιώσει ζωντανός, στους δρόμους, στις πορείες, στις συζητήσεις, στις εκδηλώσεις, ανάμεσα στα ανθρώπινα βιώματα. Όσα με έκαναν αυτό που είμαι, είναι τα πράγματα που καταριόμουν την ώρα που με έβρισκαν. Πόσο πόνο πρέπει να περάσεις, για να σεβαστείς τον πόνο που βλέπεις στο δρόμο; Πόσα βράδια μου έχει στερήσει τον ύπνο αυτή η σκέψη;

Δεν είμαι και δε θέλω να είμαι ο Αντώνης από τα Τέμπη. Ούτε ο Αντώνης που μετανάστευσε. Ούτε ο Αντώνης που πείνασε. Ούτε ο Αντώνης που, ξέρω ‘γω, έγινε μηχανικός. Είμαι ο Αντώνης που δε γουστάρει έναν κόσμο που βαστάζεται στις πλάτες όσων πονάνε. Και θέλω η ιστορία να με βρίσκει πάντα μαζί τους, είτε βγήκαν από τρένο, είτε από βάρκα, είτε μέσα από τις φωτιές ή τις πλημμύρες στα σπίτια τους, είτε από εξώσεις ή εθνοκαθάρσεις. Για όλες τις χειραψίες και τις αγκαλιές στους δρόμους που περικυκλώνουν τα ΜΑΤ. Γιατί ο άνθρωπος ο ελεύθερος μόνο σωματικά περιορίζεται. Περιορίζεται μόνο η αστερόσκονη του κορμιού μου, η αστερόσκονη των ιδεών και του θυμού μου θα περιφέρεται ανάμεσα στις αποστειρωμένες εκθέσεις σας, στις γραβάτες που μιλάνε για αριθμούς και ποσά, όσο ο κόσμος παίρνει φωτιά. Φωτιά που θα σας κάψει, γιατί εμείς είμαστε καμένοι από καιρό.

Φωτογραφία: Μαρία Γαλάτη

Διαβάστε επίσης:

Αυτό πήγε καλά: Η κυβέρνηση της αρνήθηκε και η Καρυστιανού απάντησε με Πανελλαδικό κάλεσμα

Πόση ελευθερία του Τύπου αντέχει η κυβέρνηση;

Πύλος – Τέμπη – Παλαιστίνη: Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη

Τελευταία άρθρα:

  • Εννιά μήνες με αναστολή για τα μέλη του Ρουβίκωνα
    Θέματα

    Εννιά μήνες με αναστολή για τα μέλη του Ρουβίκωνα

    Τα μέλη του Ρουβίκωνα καταδικάστηκαν σε 9 μήνες με αναστολή για τη (δίκαιη) διαμαρτυρία τους μπροστά από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
    Διαβάστε περισσότερα
  • Η ζωή στο χέρι μας, ζωή από τα χέρια μας
    Απόψεις

    Η ζωή στο χέρι μας, ζωή από τα χέρια μας

    Κι έτσι σηκώθηκα. Σηκώθηκα από τη θέση μου. Σηκώθηκα από το «κι εδώ καλά είναι». Και μαζί σηκώθηκε και το ανάστημα μου. Εξακολουθώ να είμαι το ίδιο μικρός, αλλά καμιά φορά νιώθω μεγάλος. Κι αυτό, δε σου το προσφέρει καμιά βόλεψη.
    Διαβάστε περισσότερα
  • Πετάμε κι όπου βγει; Πώς έχουμε αποφύγει «εναέρια Τέμπη»
    Θέματα

    Πετάμε κι όπου βγει; Πώς έχουμε αποφύγει «εναέρια Τέμπη»

    Τι συμβαίνει στην εναέρια κυκλοφορία; Γιατί φωνάζουν οι ελεγκτές της; Τι θα κάνει το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε; Και τελικά κινδυνεύουμε όταν παίρνουμε αεροπλάνο για να μετακινηθούμε;
    Διαβάστε περισσότερα
  • Όχι, κύριε Δένδια, όχι. Δεν θα εθιστούμε στο φέρετρο!
    Απόψεις

    Όχι, κύριε Δένδια, όχι. Δεν θα εθιστούμε στο φέρετρο!

    Το ξαναγράφω, το φωνάζω, το τονίζω, το χαράζω στην πλάκα κι αν χρειαστεί στο πετσί μου: Όχι, κύριε Δένδια, όχι, χίλιες φορές όχι. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα που αρνείται να μεταβολίσει τα φέρετρα με τις σημαίες, δεν είναι σύμπτωμα. Είναι κατάκτηση!
    Διαβάστε περισσότερα
  • Μαζί και εγώ
    Ματιές

    Μαζί και εγώ

    Από πολύ μικρή ηλικία πήγαινα στο γήπεδο με τον πατέρα μου. Με άφηνε πάντα να φωνάζω τα συνθήματα της ομάδας μας, όσες ακατάλληλες λέξεις κι αν είχαν. Εκείνη την μέρα όμως ήταν εντελώς διαφορετικό το σκηνικό. Ήμουν 9 χρονών.
    Διαβάστε περισσότερα
  • Η εργασιακή ζούγκλα ή αλλιώς «Rihanna αγάπη μου, έλα πάρε με από δω»! 
    Ματιές

    Η εργασιακή ζούγκλα ή αλλιώς «Rihanna αγάπη μου, έλα πάρε με από δω»! 

    «Work, work, work, work, work, work…» μας τραγουδάει η Rihanna από το μακρινό 2016. Εκείνη αναφέρεται στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να κάνει μια ερωτική σχέση να λειτουργήσει, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει και την επιθυμία της για ανεξαρτησία. Παρότι φαινομενικά μιλά για μια ερωτική σχέση, εγώ το εκλαμβάνω ως έναν ύμνο στην κούραση, τη μονοτονία και την επανάληψη που πολλές φορές ζούμε.
    Διαβάστε περισσότερα