Υπουργείο Δουλείας και Κοινωνικής Ανασφάλισης
Στόχος του υπουργείου εργασίας θα έπρεπε να είναι οι οκτώ ώρες δουλειάς να γίνουν τέσσερις. Να γίνουν έξι. Πάντως όχι δεκατρείς!
Η Νίκη Κεραμέως συνομίλησε (απευθείας) με την κοινωνία. Κι ο εργαζόμενος της είπε: “Δουλεύω σε δύο ταβέρνες. Γιατί δεν μου δίνετε την ευκαιρία να δουλέψω σε μία, και να γλυτώσω τη μετακίνηση;“. Κι η Νίκη Κεραμέως συνειδητοποίησε την ανάγκη απελευθέρωσης της εργασίας 13ων ωρών. Απίστευτο; Προφανώς, όμως να προτείνω κάτι; Ας το πιστέψουμε!
Έστω ότι, όχι μόνο ένας, όλοι οι εργαζόμενοι σε ταβέρνες της αναφέρουν το ίδιο ζήτημα. Όλοι δουλεύουν σε δύο καταστήματα και νιώθουν την ανάγκη να γλυτώσουν τουλάχιστον το πήγαιν’ έλα. Λοιπόν, πόσο ανίκανος, πόσο ακατάλληλος υπουργός εργασίας πρέπει να είναι κανείς, ώστε σ’ αυτή την πρόταση να εντοπίσει το πρόβλημα στο “πήγαιν’ έλα”, κι όχι στο “δύο ταβέρνες”. Διότι, να σου αποκαλύψω κάπου εδώ, υπουργέ μου, μια εμπειρική διαπίστωση του καπιταλισμού: κανείς δεν εργάζεται σε δεύτερη ταβέρνα για να πλουτίσει – όσοι το κάνουν, προσπαθούν να επιβιώσουν! Τι λέει λοιπόν για μια υπουργό εργασίας η παραπάνω ιστορία που, η ίδια η Νίκη Κεραμέως εξιστόρησε; Ότι δεν μπορεί να κατανοήσει βασικά, δομικά εργασιακά δεδομένα. Ότι κοιτάζει ένα δέντρο σ’ ένα καμμένο δάσος. Ότι (για να το πούμε καθαρά) είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Σε αντίθεση μ’ όσα πιστεύετε πιθανώς, οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν τη δουλειά τους, κυρία Κεραμέως. Όσο όμορφη, όσο δημιουργική κι αν είναι, δεν παύει να είναι μια υποχρέωση επιβίωσης. Μια υποχρέωση ζωής. Μια υποχρέωση καλής ζωής, για κάποιους, αλλά οπωσδήποτε υποχρέωση. Το “χόμπι – επάγγελμα” είναι η πονηρή εφεύρεση του εργοδότη για να μπορεί να ξεγελάσει τον εργαζόμενο. Το “χόμπι – επάγγελμα” ακολουθείται απ’ τη θλιβερή διαπίστωση πως “παύει να ‘ναι χόμπι”. Δεν την ονομάζουν τυχαία δουλειά. Είναι μια αναγκαία συνθήκη. Επειδή δεν γίνεται αλλιώς, όχι επειδή μας αρέσει που γίνεται έτσι.
Ούτως ειπείν, ευθύνη του υπουργείου είναι να έχουν όλοι μια δουλειά, κι αυτή η δουλειά να γίνεται όλο και λιγότερο δυσβάσταχτη, όλο και περισσότερο καλοπληρωμένη. Η σκέψη ενός υπουργού εργασίας στο άκουσμα ανθρώπων που δουλεύουν σε δύο ταβέρνες, θα ‘πρεπε να είναι αυτόματη: πώς θα καταφέρω να δουλεύει σε μία, με κανονικό ωράριο, και να πληρώνεται αρκετά καλά για να ζήσει την οικογένειά του. Όχι πώς θα καταφέρω να του γλυτώσω τα έξοδα μετακίνησης. Ούτε πώς θα μπορέσω να νομιμοποιήσω μια κατάσταση που, εκατό χρόνια πίσω, οι άνθρωποι είχαν ήδη αποφασίσει πως δεν τη θέλουν στη ζωή τους. Στόχος του υπουργείου εργασίας πρέπει να είναι οι οκτώ ώρες δουλειάς να γίνουν τέσσερις (χωρίς περικοπή μισθού). Να γίνουν έξι. Σίγουρα όχι δεκατρείς!
Όλα αυτά είναι τόσο προφανή, που στ’ αλήθεια αισθάνομαι κάπως άβολα που φλυαρώ για να τα εξηγήσω. Όμως είναι προφανή, κυρία Κεραμέως, για κάποιον που κατανοεί τους βασικούς κανόνες της ζωής. Που ξέρει τι σημαίνει οικονομική ανασφάλεια, τι σημαίνει ενοίκιο, τι σημαίνει άδειος λογαριασμός, τι σημαίνει όριο επιβίωσης. Δυστυχώς (για μάς, κι ευτυχώς για σάς) δεν ήρθατε ποτέ σας σ’ επαφή μ’ αυτές τις έννοιες. Κι άρα είστε πλήρως ακατάλληλη για την υπηρεσία που σάς έχει ανατεθεί. Προτού προλάβετε να με κατηγορήσετε, να ξεκαθαρίσω πως, αυτό, υπουργέ μου, είναι το καλό σενάριο.
Το άλλο, εκείνο στο οποίο γνωρίζετε πολύ καλά τα παραπάνω, εκείνο στο οποίο δεν είστε ακατάλληλη, αντικαθιστά την άγνοια με ιδιοτέλεια. Αντικαθιστά την ανικανότητα με αδιαφορία. Στο άλλο σενάριο, απλώς εξυπηρετείτε τα συμφέροντα εκείνων που έχουν, στην πλάτη όσων δεν έχουν. Επειδή ωστόσο οι πρώτοι είναι λιγότεροι, αν όντως συμβαίνει, θα χρειαστεί να εξηγήσετε στους πολλούς που (φευ) σας ψήφισαν, πώς στην ευχή τους πουλήσατε έτσι.
Δύο επιλογές, κυρία Κεραμέως. Οι δύο συχνότερες αυτής της κυβέρνησης. Ή ανίκανη, ή επίβουλη. Μόνο μην προσπαθείτε να μάς πείσετε ότι με δεκατρείς ώρες δουλειά βοηθάτε τον εργαζόμενο. Είναι πρόδηλα θρασύ κι ενοχλητικά προκλητικό. Γιατί, σε αντίθεση μ’ εσάς, εμείς όντως εργαζόμαστε. Και κανείς δεν μπορεί να μεταβολίσει τόσο κουτόχορτο…
Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας
Διαβάστε επίσης:
Αμοργός: «Οι φωνές μας δεν ποινικοποιούνται»







