Κρατικής δολοφονίας το ανάγνωσμα
Δυο τρένα δε τους φτάνανε ούτε για να βρεθούν οι ένοχοι, ούτε όλα όσα λέει ο λογικός νους από την πρώτη μέρα. Κι όμως, βρέθηκε μια σακούλα μέσα στα συντρίμμια. Είναι για να γελάω. Στην αρχή. Ύστερα θυμάμαι τα συντρίμμια που σκαρφάλωσα για να επιβιώσω και το γέλιο μου κόβεται.
Σχεδόν κάθε μέρα, ένας αστυνομικός έχει κάνει μια παρατυπία. Η παρατυπία αυτή έχει ξεπλυθεί από το κράτος-αφεντικό του και η ζωή συνεχίστηκε. Χωρίς να υπάρξει καν ένοχος, πόσο μάλλον τιμωρία. Σχεδόν κάθε μέρα, ένας ΜΑΤατζής χτυπά κάποιον αδύναμο ή, τέλος πάντων, πιο αδύναμο απ’ αυτόν. Ή, πιο σωστά, πιο αδύναμα εξοπλισμένο. Γιατί, σιγά-σιγά, μαθαίνουμε τι κρύβουν κάτω από τις εξαρτήσεις τους.
Δεν αλλάζει κάτι για το κράτος-αφεντικό. Όλα έγιναν σε νόμιμο πλαίσιο, για να διαφυλαχθεί η ασφάλεια -για άλλη μια φορά-. Καταδικάζουν κατ’ επανάληψη τη βία απ’ όπου προέρχεται, εκτός κι αν προέρχεται από το κράτος και τους ίδιους. Ε, κ. Βορίδη; Ε, κ. Αυγενάκη; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, Λευτέρη;
Δεν είναι ατιμωρησία. Είναι το δίκαιο του ισχυρού. Δεν είναι ατιμωρησία, όταν για τα ίδια πράγματα, ο αδύναμος δεινοπαθεί από τις συνέπειες. Είναι το δίκαιο του ισχυρού.
Είναι να σου ‘χουν πάρει τα πάντα και να ζητάνε κι άλλα.
Είναι να σου σκοτώνουν το φίλο και να σου ζητάνε και τα ρέστα. «Τι δουλειά είχατε εκεί όπου στόχευε το όπλο μας;».
Ο Ρωμανός κράτησε στα χέρια του ένα 15χρονο κορμί που ψυχορραγούσε. Κι αν δεν το κράτησε στον πραγματικό κόσμο, το έκανε νοητά. Πιθανότατα, το κάνει κάθε βράδυ.
Γιατί το πιστεύω; Γιατί το κάνω κι εγώ. Θρηνώ κάθε βράδυ τους μπροστινούς μου, που έκαναν το τελευταίο ταξίδι της ζωής τους. Τους σκότωσε ένα κράτος θολωμένο από τη δύναμη του, που γνωρίζει ότι θα βρεθεί ο τρόπος να καλύψει τα ίχνη του, να κατηγορήσει κάποιον ή κάτι άλλο, μέχρι και τον ίδιο το νεκρό ή τους γονείς του, που βράζουν από θυμό.
Και μαζί με τη ζωή των μπροστινών μου, πήραν και τη δική μου. Γέμισαν θάνατο την ύπαρξή μου και περιμένουν να είμαι ο ίδιος. Περιμένουν να μην τους μισήσω. Περιμένουν να μη ζητήσω εκδίκηση. Περιμένουν να γυρίσω στη δουλίτσα μου, να ασχοληθώ «με τα δικά μου».
Όμως δικά μου, γίνανε όλα τα δικά μας.
Δυο τρένα δε τους φτάνανε ούτε για να βρεθούν οι ένοχοι, ούτε όλα όσα λέει ο λογικός νους από την πρώτη μέρα. Κι όμως, βρέθηκε μια σακούλα μέσα στα συντρίμμια. Είναι για να γελάω. Στην αρχή. Ύστερα θυμάμαι τα συντρίμμια που σκαρφάλωσα για να επιβιώσω και το γέλιο μου κόβεται.
Αυτό είναι το δίκαιο του ισχυρού. Σ’ τα πήραμε σχεδόν όλα, άλλα δε στα πήραμε όλα. Οπότε κόψε τη γκρίνια. Βάλαμε το θάνατο μέσα στο σπίτι σου. Βάλαμε το θάνατο μέσα στο σπίτι του διπλανού σου. Βάλαμε το θάνατο μέσα στο σπίτι του φίλου σου. Κι αφού, πλέον, δε μπορούμε να βάλουμε κι εσένα στην κάσα, θα βάλουμε το μυαλό σου.
Ξεχάσατε να βάλετε την αξιοπρέπεια μας στην κάσα. Κι αυτή σας κυνηγάει. Έτσι Νίκο;






