Μαρία Παπαγεωργίου: το γάβγισμα

Η Μαρία Παπαγεωργίου έγραψε ένα βιβλίο που περπάτησε σε αναμμένα κάρβουνα. Πατριαρχία, σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση, γυναίκες, σώμα, εγκατάλειψη, προδοσία, έρωτας. Έρωτας. Στα πλάγια γράμματα το ακολούθησα διαβάζοντάς το. Στις ενδιάμεσες παραγράφους έκανα στάση για ανάσες. Άφηνα κάπου το βάρος μου.
«Η κυρία Γίτσα από το διπλανό διαμέρισμα, που ήρθε ένα πρωινό του Σαββάτου για να δωρίσει παπαρδέλες που παρασκευάζουν στο χωριό τους, ψιθύρισε στη μάνα πως οι πόθοι οι κρεμαστοί στέκουν μέσα στα σπίτια μας επιβλητικοί και νάρκισσοι, ρουφώντας τους πραγματικούς εραστές μας, τα παιδιά μέσα από την κοιλιά μας, την υγρασία από τους κόλπους και τους τοίχους μας».
Τα κορίτσια που μεγαλώνουν στους μανιταρότοπους είναι σαν τα ξωτικά που μεγαλώνουν στους νεραϊδότοπους: γενετικά ιδιαίτερα. Βγαίνουν στα δάση και μουσκεύουν τα γυμνά πόδια τους, βγαίνουν στις ομίχλες και αχνοκρύβουν το πρόσωπό τους, ψάχνουν τις λιακάδες και γεμίζουν ανταύγειες τα μαλλιά τους.
Τα απογεύματα φοράνε ένα στενό μπουφάν και κάνουν ωτοστόπ στην εθνική για τις χώρες του βορρά και τα βράδια έχουν επιστρέψει και πίνουν μπύρα στο τελευταίο μπαρ του δρόμου τους. Ζητάν τραγούδια που οι βελόνες των πικάπ ξέρουν τις στροφές τους από το χάραγμα χιλιάδων φορών και τα χορεύουν κάνοντας σκηνοθέτες να αυτοκτονούν που εκείνη τη στιγμή δεν είναι κάπου κοντά να τα τραβάνε με μονοκάμερο. Κοιτάν την ώρα και παίρνοντας τα ρίσκα της διάθεσής τους, καλούν φλερτ που θα είναι μέρες μετά εκεί, μόνο για να τις περπατήσουν ως την είσοδο του σπιτιού τους. Για να τεστάρουν αν, όπως νόμιζαν, ο καθένας μπορεί να φιλάει όμορφα ή -όπως άρχισαν να υποψιάζονται- κάτι χείλη έχουν το κόκκινο και το τσίλι της κόλασης επάνω τους.
«Έφτιαξε σούπα, να μη χρειαστεί να κόψει κάτι».
Την έχεις δει να παίζει; Όχι να τραγουδάει· να παίζει. Έχεις δει τα δάχτυλά της από χορδή σε χορδή σαν από πλευρό σε πλευρό ξαπλωμένου αγαπημένου σώματος; Την έχεις δει εκείνες τις στιγμές που οι ήχοι της βγαίνουν από τα βάθη της γης, που σε μια διαρκή σύνδεση μαζί της, χώμα απ’ το χώμα της, έχοντας σπείρει νότες θερίζει άνοιξη και μουσική και αέρα και μελωδία; Όλα της, όταν παίζει, είναι ένα. Ένα σώμα, ένα άκοπο σώμα ο κόσμος της, ο κόσμος όλος. Ψαλίδια και μαχαίρια και λάμες άχρηστα στην άκρη.
«Ψάχνει σε όλα τα ράφια ποιητικές σελίδες ενωμένες σαν σε «για πάντα μαζί» και τις κόβει στα δύο».
-Μα… άλλα μας είπες πιο πάνω.
-Μην μπερδεύεσαι. Τα «για πάντα» έχουν άλλες συμφωνίες. Όταν τα γράμματα ενώνονται με τέτοιους σκοπούς, σχεδόν αναπόδραστα η δράση τους θα φέρει ίση αντίδραση, η σύντηξη σχάση, η ένωση σκίσιμο. Εδώ δεν υπάρχουν άχρηστα αντικείμενα. Είναι εκείνα τα μεγάλα αισθήματα που οι τεράστιες στιγμές των δύο, θα χρησιμοποιήσουν καθετί για να φανεί το αντέχω τους. Οι ποιητές, εξάλλου, με τις ενωμένες σελίδες, ξέρουν. Το μισό του για πάντα είναι το μισό του απείρου. Πάλι για άπειρο μιλάμε.
«Ήταν η αρχή του δεν σε έχω».
Γράφω πολλά χρόνια. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν είμαι από αυτούς που γεννήθηκαν για να γράφουν. Δεν υπήρξε εκείνη η μία στιγμή που όλα άλλαξαν κι οι λέξεις πήραν το δρόμο τους, που οι κόλλες μου βρήκαν τρόπο να γεμίζουν άκοπα, που οι σκέψεις μου ξεκίνησαν να ακολουθούν χαραγμένα μονοπάτια στην έντυπη αποτύπωσή τους. Όλα έγιναν αργά, με πάλη γεμάτη με ήττες, έχοντας χαμηλή συγγραφική αυτοεκτίμηση. Δε με πίστευα κι ακόμη δύσκολα γραπτά μου με πείθουν για το απαραίτητό τους. Ανάλογα δύσκολα πείθομαι για το απαραίτητο αυτών που διαβάζω. Και διαβάζω πολύ, πάρα πολύ. Κι είναι τόσο λίγα αυτά που με λυγίζουν, αυτά που απ’ άκρη σ’ άκρη με συγκλονίζουν. Είναι τόσο λίγα αυτά που έχουν κατορθώσει να μου ορίσουν το τέλος ως… την αρχή του δε σε έχω.
«Μπαινοβγαίνω στα δωμάτια σκορπάω ποιητικές συλλογές πάνω στο πιάνο δίπλα στο πεταμένο μου βρακί στο πλυντήριο ρούχων πάνω κι ενίοτε μέσα στον πάγκο της κουζίνας δίπλα από την ψαρόσουπα που φτιάχνω πάντα για δύο και τελικά τη στριμώχνω όλη στο μπολ μου πηγαινοέρχομαι στα δωμάτια καταβροχθίζω τα ποιήματα και δε νιώθω τίποτα –τίποτα ρε- γιατί ποίηση ήταν να είμαι μαζί σου να μοιράζομαι ψαρόσουπα και να έχω τον ήλιο πάνω στο πρόσωπό μου να μου λες πως είναι δικός μου για πάντα και που μόνο εσύ ξέρεις τις συντεταγμένες για να πέφτει πάνω μου…».
Τώρα με καταλαβαίνεις; Τώρα που σου δίνει το λυσάρι και τη σελίδα με τη λύση; Τώρα που, όσο συνεχίζεις την ανάγνωση, που όσο προχωράει το βιβλίο, το νερό περνάει από κάρβουνο και άμμο και φτάνει πεντακάθαρο στην κατανόησή του; Τώρα, που ποίηση δεν είναι άλλο από εκείνη που σου χαρίζει τις συντεταγμένες του φωτεινού προσώπου;
Η Μαρία Παπαγεωργίου έγραψε ένα βιβλίο που περπάτησε σε αναμμένα κάρβουνα. Πατριαρχία, σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση, γυναίκες, σώμα, εγκατάλειψη, προδοσία, έρωτας. Έρωτας. Στα πλάγια γράμματα το ακολούθησα διαβάζοντάς το. Στις ενδιάμεσες παραγράφους έκανα στάση για ανάσες. Άφηνα κάπου το βάρος μου.
«Να αφήνεις το βάρος σου κάπου» μου έλεγε το μισοκοιμισμένο χαμόγελό σου «όσο μεγάλο και να γίνει».
*Το «Γάβγισμα» της Μαρίας Παπαγεωργίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Διαβάστε επίσης:
Η σημασία της συλλογικότητας στην ψυχική υγεία
Γυρίζουν πίσω και στο μέτρημα τους λείπουν πάνω από 18.000 παιδιά
Βασανιστήρια: Μπήκε στη ΓΑΔΑ περπατώντας – Βγήκε με σπασμένο πόδι
Έλατε να σας πω τι σημαίνει αστυνομική βία