Ιησούς και Ιούδας: μια ακόμη κουβέντα

Εβδομάδα των Παθών λένε πια τις μέρες μας εκεί. Των δικών μου και των δικών σου παθών. Εβδομάδα σκηνοθετημένη με δυο αφηγήσεις.
-Πονάν τα χέρια μου, πονάν τα πόδια μου. Δεν συνήλθε ποτέ το σώμα μου απ’ τα καρφιά. Δεν υπάρχει θεϊκή φύση στη σάρκα. Ευτυχώς. Πώς αλλιώς θα ‘χα γνωρίσει το κλάμα, πώς αλλιώς θα ‘χα εκτιμήσει το χάδι, πώς αλλιώς θα ‘χα ανατριχιάσει στο φιλί; Ναι, και το δικό σου ακόμη Ιούδα. Όταν τότε με φίλησες, ακόμη και για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα πριν την επόμενη στιγμή, αυτήν που έγινε η ιστορία μου και η ιστορία σου, ανατρίχιασα στη ζέστη της δικής μας σχέσης.
Δεν το κατάλαβαν, ούτε και τα παιδιά εδώ μπόρεσαν να το εξηγήσουν ποτέ∙ το γιατί το έκανες λέω. Κι εσύ όμως, δεν τους έδωσες την ευκαιρία μιας εξήγησης. Δεν κουμάνταρες τη θλίψη σου. Πήγες και κρεμάστηκες. Έδωσες σε όλους το άλλοθι της άγνοιας. Σε μίσησαν γιατί δε σε ήξεραν, γιατί δε σε έψαξαν, γιατί δε σε έμαθαν. Μου το ‘χες πει, ανάμεσα στα σοβαρά και τα αστεία, ότι θα το ‘κανες. Χαζολογούσαμε το προηγούμενο βράδυ και μου ‘χες πει ότι θα με πήγαινες στους παπάδες για να ‘ρθουν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μου. Για να συνειδητοποιήσουν μια κι έξω ότι σε εμένα προσεύχονταν, ότι από εμένα ζητούσαν έλεος. Τον Φίλιππο λέγατε τότε όλοι χαζό, εσύ όμως φάνηκες πρόβατο μπροστά στους μασκαρεμένους λύκους.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Αλήθεια κοιτάτε ποτέ προς τα πίσω; Βλέπετε κι εσείς πόσα λάθη κάναμε; Αρχάριοι, άμαθοι, κι εγώ στο δικό μου κι εσείς στο δικό σας ρόλο, κατεβήκαμε σε μιαν αρένα που πάλευαν θηρία, γυμνοί και δίχως όπλα. Δε μιλάς για αγάπη στα αγρίμια που σκοτώνουν για το χόμπι κι όχι για την πείνα τους. Μια στιγμή αφήνεις αφύλαχτη την πλάτη σου κι έχουν βάλει τα δόντια τους στον σβέρκο σου. Εγώ πολλά θα άλλαζα αν ξαναγυρίζαμε. Δεν έχω ως φετίχ ανόητων νοσταλγικών ονειρώξεων το παρελθόν. Ένα προχειρογραμμένο βιβλίο είναι που στο δεύτερο πέρασμά του οφείλουμε να του δώσουμε πιο ελκυστική μορφή.
Ας πούμε, γιατί μπήκαμε στην πόλη; Σε ποια ματαιοδοξία γονατίσαμε, ποιες Σειρήνες μας πήραν τα αφτιά κι αφήσαμε τα βουνά, τα χωριά, τη λίμνη; Εκεί που περπατούσα στο νερό, που γιάτρευα με το άγγιγμα, που πολλαπλασίαζα με την επιθυμία. Εκεί που αγκαλιασμένοι κάναμε χιλιόμετρα, που κάτω από δέντρα ξαποσταίναμε, που σε γλέντια συνέχεια μας καλούσαν. Τι ζηλέψαμε στην ένδοξη Ιερουσαλήμ; Γκρίνια, μεταξύ μας τσακωμοί, αμφισβήτηση, δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Λες και ένα μικρόβιο μπήκε στο μυαλό μας κι αρνούμασταν ακόμη κι όσα είχαμε ζήσει και βγάζαμε ψεύτρα τη μνήμη μας, ανύπαρκτο το χτες μας. Τι άλλο παράδειγμα να σου δώσω; Ο Πέτρος τρεις φορές είπε δε με ξέρει. Ο Πέτρος που μου ήταν πιο οικείος, πιο κοντινός, πιο πιστός απ’ τη σκιά μου. Άσε σου λέω…
Εβδομάδα των Παθών λένε πια τις μέρες μας εκεί. Των δικών μου και των δικών σου παθών. Εβδομάδα σκηνοθετημένη με δυο αφηγήσεις. Μια ακολουθά τη δική μου ως το σταυρό και την Ανάσταση και μια ακολουθά τη δική σου ως τη συκιά και την καταβαράθρωση. Ιούδα μου, λιγόψυχε, ενοχικέ φίλε μου, δυο θρησκείες στήσαμε. Ισάξιες, ισοβαθείς και ισοϋψείς. Θα ‘πρεπε αιώνες τώρα να μη μου μιλάς, να μη με πλησιάζεις, να μη μ’ αφήνεις καν να δικαιολογηθώ. Θα ‘πρεπε να απαιτούσες απ’ τον Πατέρα μου δίκαιο, αναγνώριση της συμβολής σου, αναγνώριση -εν τέλει- του μεγέθους σου.
Δυο θρησκείες κι όλοι δοξάζουν εμένα. Δυο θρησκείες κι όλοι δηλώνουν Χριστιανοί. Δυο θρησκείες κι όλοι σε αναθεματίζουν. Ντρέπομαι, εγώ που νόμιζα μπορώ να ελέγξω τη ροή των πραγμάτων, να μου έχουν ξεφύγει όλα με τέτοιο τρόπο. Ντρέπομαι, κυρίως, για τις μνήμες που άφησα να θολώσουν, για τις γενιές που επέτρεψα να ξεγελαστούν. Ιούδα μου, βλέποντας το αχανές μπροστά του χρόνου, υπόσχομαι να επανορθώσω. Ας είναι αυτό ο ορισμός της φιλίας: οι χωρίς σκιές κουβέντες δυο ανθρώπων που αιώνες μετά κάθονται να πιουν ένα κρασί, πλησιάζουν να αγκαλιαστούν.
Παγωμένος ετούτος ο Απρίλης. Μεγάλη Εβδομάδα με χιόνι είχαμε χρόνια να δούμε. Κι είναι αυτή η πληγή στα πλευρά απ’ το σκουριασμένο δόρυ που με πονάει με το κρύο. Είναι πληγή, είναι όμως και υπενθύμιση: είμαι φθαρτός κι ένας Ρωμαίος στρατιώτης απέδειξε το θάνατό μου.
Ξέρω, ξεχαστήκαμε εδώ πέρα. Ας πιούμε ένα τελευταίο και πάμε να κάτσουμε με τους υπόλοιπους. Τέτοιες μέρες όλοι έχουν μια ιστορία να πούνε. Τι λες; Θα αφηγηθείς φέτος τη δική σου; Μη φοβάσαι. Θα καλύπτω τα νώτα σου.
Φωτογραφία: Μαρία Γαλάτη
Διαβάστε επίσης: