Το θέατρο ως φωνή διαμαρτυρίας και αλλαγής: Μια συζήτηση με τον Δημήτρη Καρατζιά και τον Μάνο Αντωνιάδη
Με αφορμή την παράσταση “New Order”, που παρουσιάζουν στη νέα τους καλλιτεχνική στέγη, στο θέατρο Εν Αθήναις, ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης μιλούν στο The Untold και τον Ματθαίο Λεωνίδα.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης είναι δύο καλλιτέχνες που έχουν αφήσει ένα βαθύ χνάρι στο αθηναϊκό θεατρικό στερέωμα τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις εμπνευσμένες παραστάσεις τους, οι οποίες πάντοτε εκπέμπουν έντονα κοινωνικά μηνύματα.
Μετά από 13 χρόνια στο Vault Theatre Plus, το οποίο έγινε σημείο αναφοράς για καλλιτέχνες και θεατρόφιλους, οι δύο δημιουργοί αποφάσισαν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα. Η συζήτησή μας έγινε με αφορμή τη νέα παράσταση που παρουσιάζουν με τίτλο “New Order”, στη νέα τους καλλιτεχνική στέγη, στο θέατρο Εν Αθήναις. Τους συναντάμε με τη Μαρία Γαλάτη, ηθοποιό, σκηνοθέτη και φωτορεπόρτερ, φιλη των παιδιών από παλιά, σε ένα καφέ λίγα μέτρα από το θέατρο, το αμέσως επόμενο πρωί των μεγάλων συλλαλητηρίων για τα Τέμπη, την ημέρα της δεύτερης, μαύρης επετείου. Το πρώτο πράγμα που τους απευθύνω ως ερώτηση, αφού πατήσω «εγγραφή», είναι το να μου περιγράψουν πώς βίωσαν αυτήν την μεγάλη για όλους μας ημέρα. Ο Δημήτρης Καρατζιάς, ηθοποιός και σκηνοθέτης, ξεκινά:
«Για εμένα, ανεξάρτητα από την κομματική άποψη, και μόνο το γεγονός ότι κατέβηκε τόσος πολύς κόσμος στο Σύνταγμα, αλλά και σε περισσότερες από 300 πόλεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, μόνο ως αισιόδοξο μπορώ να το δω. Η ευχή μου είναι όλος αυτός ο κόσμος να ψηφίσει και στις επόμενες εκλογές, ώστε να πάρουμε λίγο τα πράγματα στα χέρια μας, να φύγουμε από τους καναπέδες και την κάθε είδους επανάσταση που κάνουμε από εκεί τα τελευταία χρόνια, και να διεκδικήσουμε επιτέλους πράγματα για εμάς. Οπότε είμαι πολύ χαρούμενος και μόνο ως θετική μπορώ να δω τη συγκινητική αυτή προσέλευση του κόσμου».
Ο Μάνος Αντωνιάδης, μουσικός και σκηνογράφος, εκφράζει με τη σειρά του την ίδια αισιοδοξία, αναγνωρίζοντας βέβαια και τις μελανιές αυτής της μέρας: «Κι εγώ σίγουρα το βρίσκω ευχάριστο, το ότι επιτέλους κινητοποιήθηκε λίγο ο κόσμος και μαζευτήκαμε εκεί, παρά τις εικόνες βίας που είδαμε. Ας μη σταθούμε, όμως, σε αυτό, αλλά στο ότι, αφού ξεκίνησε ο κόσμος να ξεσηκώνεται, ας μη γίνει αυτό το συμβάν άλλη μία μαύρη επέτειος στη μνήμη μας, αλλά αντίθετα να γίνει ένα ουσιαστικό ξεκαθάρισμα. Είναι πράγματι κοροϊδία, 2 χρόνια μετά, να ακούμε ότι ακόμα αναζητούνται στοιχεία για την υπόθεση κι ότι δεν γνώριζαν τι είχε μπει σε αυτό το τρένο. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε ίσως να πιέσουμε με αυτόν τον τρόπο».

Μετά από 13 χρόνια δυναμικής παρουσίας στο VAULT, ο Μάνος και ο Δημήτρης αποφάσισαν – και τόλμησαν – να κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα της καλλιτεχνικής τους διαδρομής. Το νέο κεφάλαιο γράφεται πλέον στο θέατρο Εν Αθήναις, στο Γκάζι, γεμάτο προκλήσεις και οράματα. Άραγε τους φόβισε αυτό το επόμενο καλλιτεχνικό και επιχειρηματικό βήμα;
Δ. Κ .: «Ζούμε στην Ελλάδα και ασχολούμαστε με τον πολιτισμό. Αυτά από μόνα τους ισοδυναμούν με 2 τεράστια ρίσκα. Οπότε, το να αποφασίζεις να πας να κάνεις και ένα «επόμενο βήμα» είναι ένα τριπλό ρίσκο. Βέβαια, μετά από 13 χρόνια στο Vault και κοντά 205 παραστάσεις που παρουσιάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια, αριθμός πολύ μεγάλος, νομίζω ότι λίγο όλο αυτό μας εξάντλησε. Το Vault είχε μικρές αίθουσες και εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, οπότε φτάναμε περίπου στις 20 παραστάσεις κατά μέσο όρο το χρόνο. Αυτό δεν μπορείς πια να το στηρίξεις μεγαλώνοντας. Θέλεις μια άλλη ποιότητα ζωής, μια άνεση και λίγο να ζεις πιο ανθρώπινα. Κάποια στιγμή έπρεπε λίγο να ηρεμήσουμε. Θεωρήσαμε ότι το Εν Αθήναις, που είναι ένα πολύ όμορφο θέατρο, διπλάσιας χωρητικότητας από τις σκηνές του Vault, ήταν το κατάλληλο βήμα για να πάμε παραπέρα».
Μ. Α.: «Το Εν Αθήναις ουσιαστικά είναι μια δραστηριότητα κάπως διαφορετική από αυτήν που είχαμε στο Vault. Είναι σίγουρα εξελικτική, αλλά είναι και κάπως αποκλίνουσα από την μέχρι τώρα πορεία της ομάδας. Παρ’ όλα αυτά, εγώ δεν θεώρησα ποτέ ότι είναι ρίσκο η συγκεκριμένη απόφαση, γιατί ναι μεν είναι ένας μεγαλύτερος χώρος, αλλά το Vault είχε γίνει πάρα πολύ μικρό. Τώρα το θέατρο είναι σε καλύτερο σημείο, άρα πιο προσβάσιμο για τους θεατές, και με πολύ περισσότερες δυνατότητες για τις παραστάσεις και για τους θεατές. Γιατί είναι ένα διαφορετικό; Στο Vault είχαμε φτιάξει έναν Πολυχώρο με πυρήνα με το θέατρο, αλλά και με παράλληλες δραστηριότητες. Το Εν Αθήνας είναι ένας καθαρά θεατρικός χώρος, με τη δική του ομορφιά, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό».

Άραγε θα ήταν πρόθυμοι να συνεχίσουν το project “Vault”, κάπου αλλού, κάπως αλλιώς; «Αυτό ακόμα το συζητάμε. Θα το θέλαμε, φτάνει να βρεθεί ένα κατάλληλο μέρος υπό τις κατάλληλες συνθήκες», ξεδιπλώνει τη σκέψη του ο Μάνος, ενώ ο Δημήτρης διευκρινίζει πως, ακόμα κι αν συμβεί αυτό, δεν θα έχει σίγουρα τη μορφή που ξέραμε: «Θα ήταν μια πολύ πιο εξελιγμένη και λίγο διαφορετική μορφή αυτού, αλλά θα κρατούσαμε τη φιλοσοφία, το παρεΐστικο και αγαπησιάρικο κλίμα, που ήμασταν όλοι οι καλλιτέχνες ένα, με την ανταλλαγή απόψεων. Αυτό σίγουρα είναι κάτι που δεν μπορούμε να το έχουμε σε κανένα άλλο, κλασικό θέατρο».
Στον χώρο του θεάτρου, όμως, η καλλιτεχνική δημιουργία και η επιχειρηματική διαχείριση σπάνια πορεύονται χωρίς προκλήσεις. Η ανάγκη να ισορροπήσει ο καλλιτέχνης ανάμεσα σε αυτό που τον τρώει μέσα του και στις απαιτήσεις μιας βιώσιμης επιχείρησης μπορεί να είναι απαιτητική, αν όχι αγχωτική. Αναρωτιέμαι πώς το καταφέρουν αυτό. Δεν τους άγχωνε; Δεν αφαιρούσε κάτι από τη δημιουργικότητά τους;
«Αυτό ήταν το μεγάλο μας πρόβλημα», παραδέχεται ο Μάνος Αντωνιάδης. «Δεν μπορούσαμε να συμβαδίσουμε καθόλου το καλλιτεχνικό με το επιχειρηματικό κομμάτι, γιατί ερχόντουσαν συνέχεια σε κόντρα και εμπόδιζε συνέχεια το ένα το άλλο. Αυτό σου τρώει χρόνο και συγκέντρωση και τελικά δεν ξέρεις και που να κάνεις “focus”. Φυσικά, εμείς πάντα εστιάζαμε στα καλλιτεχνικά, γι΄ αυτό και δεν γίναμε ποτέ καλοί επιχειρηματίες. Παρ΄όλα αυτά, το Εν Αθήναις είναι και επιχειρηματικά καλύτερη κίνηση, είναι όλα πιο συγκεντρωμένα, πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Έχουν, άλλωστε περάσει και 14 χρόνια και είμαστε πιο έμπειροι».

Ειλικρινής και διόλου ηττοπαθής μου απαντά και ο Δημήτρης: «Το επιχειρείν γενικώς στην Ελλάδα είναι δύσκολο, στον πολιτισμό ακόμη περισσότερο. Το να προσπαθείς να έχεις έναν χώρο και να τον διαχειρίζεσαι σωστά, χωρίς να μπαίνεις διαρκώς μέσα, θέλει πολλή δουλειά, που δεν ξέρω πώς μπορούμε να την κάνουμε εμείς. Τουλάχιστον προσπαθούμε, όχι με επιτυχία πάντα».
Ο Δημήτρης Καρατζιάς τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο “International Foreign Director Of The Year Award” στα 10α Διεθνή Βραβεία Θεάτρου της Ανατολίας, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος μου εξηγεί πώς έγινε:
«Στο πλαίσιο του φεστιβάλ “Ο γιος μου…”, είχαμε ανεβάσει την παράσταση “Η μάνα αυτουνού, Έλλη Ζάχου Ταχτσή” και την παράσταση “Καραϊσκάκαινα, ο θρύλος”, σε κείμενο της Σοφίας Καψούρου. Μια παράσταση βασισμένη στη ζωή της μητέρας του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Αυτήν την παράσταση την παρουσιάσαμε σε ένα διεθνές φεστιβάλ γυναικείων συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου της Τουρκίας, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την παρουσιάσαμε και δεύτερη φορά στην Έφεσο. Η Σοφία εκεί πήρε δύο τιμητικά βραβεία για την ερμηνεία της. Έτσι, ζήτησαν από εμάς και το βίντεο για την παράσταση “Τουρκομερίτισσα”, που αφηγείται τη ζωή της Μαρίκας Νίνου. Φέτος ήρθε η δική μας σειρά και μου απένειμαν το βραβείο του σκηνοθέτη της χρονιάς. Ήταν πολύ συγκινητικό, ιδίως αν σκεφτείς τα έργα, για τα οποία βραβευτήκαμε. Οι Τούρκοι έσφαξαν τους γονείς της Μαρίκας Νίνου στη Σμύρνη και την έδιωξαν. Ή αν σκεφτούμε τη μάνα του Καραΐσκάκη, του πολέμαρχου που έσφαξε τους Τούρκους. Τι θα γινόταν άραγε αν ανεβάζαμε εδώ ένα έργο για τη μάνα του Κεμάλ; Κάποιοι θα είχαν κάψει το θέατρο».
Η σκηνοθεσία απαιτεί πολλές φορές ηγετικές ικανότητες, σαφές όραμα και αποφασιστικότητα. Θέλω να μάθω αν ο ίδιος ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι έτσι με τους ηθοποιούς του, αν επιβάλλει το όραμά του στους καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της κατασκευής μιας παράστασης. Για τον ίδιο, η επιβλητικότητα, ακόμα κι αν υφίσταται με κάποιον τρόπο, δεν σημαίνει απαραίτητα καταπίεση. Ο ίδιος προτιμά να λειτουργεί και συνεργατικά με την ομάδα του, αφήνοντας έτσι περιθώρια για τις απαραίτητες ανάσες και για «δημιουργική συνδιαμόρφωση»: «Όταν φτιάχνουμε μια παράσταση, θέλοντας και μη ένας σκηνοθέτης τα μαζεύει όλα γύρω του και τα επιβλέπει. Είναι εύκολο να γίνεις συγκεντρωτικός. Αυτό που πρέπει να κάνεις με τους ηθοποιούς σε μια δουλειά είναι καταρχάς να αισθάνονται ασφαλείς μαζί σου, να αισθάνονται ότι δεν θα τους εκθέσεις. Αν καταφέρεις αυτό, όλα τα άλλα είναι πάρα μα πάρα πολύ εύκολα. Γενικώς, επειδή αγαπάω πάρα πολύ τους ηθοποιούς, δεν είχαμε ποτέ σχεδόν τέτοιο πρόβλημα. Δεν χρειάζεται να επιβάλλεσαι. Η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια δείχνει ότι ακόμα κι όταν προσπαθείς να αλλάξεις έναν ηθοποιό, εκείνος μετά από 5 παραστάσεις θα το φέρει στα μέτρα του. Αυτό σημαίνει πως εσύ πρέπει να δουλέψεις μαζί του και να του προσφέρεις το πλαίσιο, ώστε από μόνος του να κάνει την αλλαγή και κυρίως να μην εκτίθεται κάποιος από τους ηθοποιούς».
Για τον Μάνο Αντωνιάδη, όταν καλείται να συνθέσει μουσική για κάποια παράσταση, σημασία έχει ο λόγος, το κείμενο: «Πρέπει να έχω διαβάσει το κείμενο πριν μιλήσω με τον σκηνοθέτη, για να έχω και εγώ μια εικόνα του έργου. Αλλά, το βασικότερο απ’ όλα είναι η σκηνοθετική άποψη. Ένα έργο μπορεί να παρουσιαστεί είτε με πιο κωμικά είτε πιο δραματικά, άρα από εκεί ξεκινάει η όλη ιδέα. Και μετά είναι σίγουρα οι ηθοποιοί και ό,τι βγάζουν, έστω και στις πρώτες αναγνώσεις, είναι σίγουρα πηγή έμπνευσης για το πώς φαντάζεσαι τουλάχιστον το πώς θα δημιουργηθεί η παράσταση τώρα που. Γενικά, προσπαθώ να δίνω κάτι που να ταιριάζει σε όλους και να μην κάνει κανέναν να νιώσει άβολα».

Ας μιλήσουμε για αποτυχίες. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, έχουν υπάρξει στιγμές που έχουν απογοητεύσει τον εαυτό τους; Τι θα άλλαζαν σε κάποια από τις πολλές παραστάσεις τους; Ο Δημήτρης Καρατζιάς με πηγαίνει πίσω και μου θυμίζει την πρώτη θεατρική μεταφορά στη χώρα μας, του κινηματογραφικού αριστουργήματος του Λαρς φον Τρίερ «Χορεύοντας στο Σκοτάδι», που σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική από τον Μάνο Αντωνιάδη, σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Παραδέχεται, όμως, ότι δεν έχει βιώσει κάποια «βαρβάτη» αποτυχία:
«Θα προτιμούσα, ας πούμε, τώρα το “Χορεύοντας στο σκοτάδι” ή το “Μικρές ιστορίες φόνων” να είχαν περισσότερο χιούμορ. Ναι μεν είχαν, αλλά επικράτησε το over-dramatic στοιχείο. Ή, για παράδειγμα, θεωρώ λάθος το ότι η παράσταση “Πνιγμονή” σταμάτησε στα 2 χρόνια. Για το “Χορεύοντας στο Σκοτάδι”, πάλι, ήταν τεράστιο λάθος το ότι παρουσιάστηκε Δευτερότριτα, γιατί απευθύνθηκε σε έναν νεαρότερο κόσμο, ο οποίος, όμως, δεν ήξερε καν τι είναι το “Χορεύοντας στο σκοτάδι”, δεν είχε δει ταινίες του Τρίερ. Αυτά μπορώ να σκεφτώ, γιατί μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, αυτά τα έργα ήταν επιλογή μας, δεν μας τα επέβαλλε κανείς. Και ήμασταν χαρούμενοι με αυτές. Δεν μπορώ να μιλήσω για μια βαρβάτη αποτυχία, γιατί τα πράγματα πήγαν καλά και ήμασταν κάπως “χαϊδεμένοι” από το κοινό, από τους δημοσιογράφους και τους κριτικούς και αγάπησαν τις δουλειές μας».

O Αντωνιάδης θα μιλήσει κυρίως για το τι θα άλλαζε μουσικά στις παραστάσεις του: «Μουσικά μιλώντας, αν θα άλλαζα κάτι θα ήταν στο «Μικρές Ιστορίες Φόνων». Ήταν μια παράσταση με μικρές ιστορίες, όπου κάθε ιστορία, τελείωνε με ένα τραγούδι, και η επόμενη ξεκινούσε με ένα επόμενο. Τώρα που το σκέφτομαι, το προσεγγίσαμε πολύ ρεαλιστικά, ενώ θα έπρεπε ίσως να έχουν μπει όλα σε ένα λίγο πιο θεατρικό και ονειρικό πλαίσιο για να μην “διακόπτεται” το έργο. Δεν θα πρέπει ποτέ να το νιώσει αυτό ο θεατής, πρέπει όλα να είναι μέρος του έργου και όχι να σε βγάζουν εκτός».
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρώ ότι οι δύο καλλιτέχνες, προτιμούν να συνεργάζονται αρκετές φορές στις παραστάσεις που δημιουργούν με τους ίδιους καλλιτέχνες. Προφανώς αυτό τους χαρίζει μια αίσθηση ασφάλειας, διαφορετικά δεν θα συνεργάζονταν και οι ίδιοι μεταξύ τους για τόσα πολλά χρόνια. Αναρωτιέμαι αν αυτό τους «ιδρυματοποιεί» και τους εγκλωβίζει κατά κάποιον τρόπο σε ένα «κλειστό κύκλωμα», που δεν επιτρέπει σε νέες φωνές να ακουστούν, αλλά και που ενέχει για τους ίδιους τον κίνδυνο της επανάληψης, περιορίζοντας έτσι την αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων. Γιατί συμβαίνει;
Δ.Κ.: «Συμβαίνει γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, με αυτούς έχεις αποκτήσει κοινούς κώδικες, δουλεύεις πάρα πολύ εύκολα, ξέρουν τι θέλεις και ξέρεις τι μπορούν να κάνουν. Αυτό βέβαια, αποτελεί κι ένα τεράστιο πρόβλημα, καθώς σταματάς με ένα τρόπο να συνεργάζεσαι με νέο υλικό, το οποίο σε ανανεώνει. Είναι καλό όλοι μας να βλέπουμε και λίγο παραέξω, γιατί υπάρχουν πολύ σημαντικά πράγματα γύρω μας και μας κάνουν να βλέπουμε μπροστά μας, να ανοίγουμε τα μάτια μας και να κάνουμε καλύτερες δουλειές, να αποκτάμε καλύτερους συνεργάτες. Γινόμαστε πιο απαιτητικοί με τους συνεργάτες μας κι έτσι έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα».
Μ.Α.: «Εμένα μου αρέσει να κρατάω μόνιμες συνεργασίες με τους ανθρώπους, όταν κάτι πάει καλά, δεν θέλω να το χαλάω. Όσον αφορά τις παραστάσεις, όντως θεωρώ ότι χρειάζεται κάθε φορά κάτι καινούργιο. Όπως και για τη μουσική, δεν μπορείς να έχεις συνέχεια την ίδια φωνή σε διαφορετικά τραγούδια, γιατί μετά είναι σαν να κάνεις δισκογραφία. Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσει να έχουμε γύρω μας ανθρώπους, με τους οποίους έχουμε πλέον αναπτύξει και μια πιο στενή σχέση επαγγελματικά και φιλικά, χωρίς όμως να περιορίζεσαι μόνο σε αυτό. Πρέπει όντως να συνεργαζόμαστε με καινούριο κόσμο, να παίρνουμε ιδέες, να δίνουμε ιδέες. Η αλληλεπίδραση είναι αυτή που γεννάει πάντα τα καινούργια πράγματα και όταν κάνεις δουλειά συνέχεια μόνο με φίλους, τελικά ίσως ανακυκλώνεις και λίγο τις ίδιες ιδέες. Πλέον προσπαθούμε να κρατήσουμε μια ισορροπία σε αυτό, δηλαδή να έχουμε τριβή με καινούργιο κόσμο και να κάνουμε και καινούργιες συνεργασίες».

Η συζήτηση προχωρά στη νέα παράσταση που παρουσιάζουν. Επέλεξαν να παρουσιάσουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το “New Order”, ένα κοινωνικοπολιτικό δράμα του Καταλανού Σέρτζι Πομπερμάγιερ, σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Πρόκειται, όπως διαβάζω, για ένα σκληρό έργο, το οποίο θολώνει τα «όρια» και παίζει έντονα με τις ακρότητες. Τι τους οδήγησε στην απόφαση να ανεβεί το συγκεκριμένο έργο; Ρωτάω τον Δημήτρη Καρατζιά:
«Αρχικά, εγώ ήθελα να δουλέψω εδώ και χρόνια με τη Ράνια Σχίζα, οπότε κάποια στιγμή συζητούσαμε για το τι θα μπορούσαμε να ανεβάσουμε. Το έργο αυτό, μου το πρότεινε η Ράνια. Διαβάζοντας το κείμενο αυτό συνειδητοποιείς το πόσο επίκαιρο είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα. Και σήμερα, δηλαδή, βλέπεις ανθρώπους να εξαθλιώνονται οικονομικά, να χάνουν σπίτια, δουλειές, την αξιοπρέπειά τους. Και φτάνουμε να επικρατεί γύρω μας θυμός, ο οποίος είναι οργή και τη βλέπεις στις καθημερινές σου σχέσεις. Νομίζω ότι αυτό πραγματεύεται το έργο, το θυμό, ο οποίος δεν ξέρω τι θα γίνει κάποια στιγμή αν ο κόσμος την εκτονώσει.
Βλέπεις 3 ανθρώπους που φτάνουν στο σημείο να εκτονωθούν απαγάγοντας την Πρόεδρο της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας και πρώην υπουργό εργασίας, η οποία τράπεζα είναι υπεύθυνη για τις κατασχέσεις και το πετσόκομμα των μισθών, συντάξεων. Μόνο που η βία δεν είναι ποτέ η λύση. Επίσης, για πρώτη φορά συνεργάζομαι και με 4 πολύ καλούς ηθοποιούς, με τους οποίους δεν έχω δουλέψει ποτέ ως σκηνοθέτης: με τον Ιωσήφ Πολυζωίδη, τον Φώτη Λαζάρου και την Έλενα Τυρέα».
Αμέσως ζητώ και την άποψη του Μάνου Αντωνιάδη για το έργο, καθώς και το πώς το προσέγγισε μουσικά: «Κατάλαβα πόσο επίκαιρο είναι αυτό το έργο, όταν, λίγους μήνες πριν, έμαθα για έναν γνωστό μας άνθρωπο, ότι του πήρε η τράπεζα το σπίτι. Το έργο εξελίσσεται σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο είναι ένα θρίλερ με κωμικά στοιχεία. Έτσι, το αντιμετώπισα ως μια περιπέτεια, με μια σκληρότητα και έναν ρεαλισμό, χωρίς να χαϊδέψουμε το κείμενο. Βέβαια, το τελικό αποτέλεσμα έχει πολύ περισσότερο χιούμορ απ’ ό,τι το περιμέναμε, αλλά το κοινό ανταποκρίνεται. Αλλά πρόκειται για μια απαγωγή, οπότε το προσεγγίσαμε ως μια αγωνιώδη κατάσταση, παρ’ όλα τα ευτράπελα που συμβαίνουν. Γι’ αυτό και όλη η μουσική είναι κυρίως ηλεκτρονική και δραματική. Μάλιστα, αποφασίσαμε να ντύσουμε όλο το έργο με μουσική, σχεδόν σαν παράσταση χορού και σαν ταινία, με το μουσικό τοπίο να εναλλάσσεται συνεχώς και να ακολουθεί την πλοκή, χωρίς να καταλαβαίνει ο θεατής τις αλλαγές».

Η παράσταση επιχειρεί να αναδείξει την κοινωνική αδικία και την προδοσία του συστήματος προς εκείνους που το εμπιστεύτηκαν. Ο Μάνος Αντωνιάδης μου λέει πως, επί της ουσίας, «αυτοί οι άνθρωποι έχουν χάσει τα σπίτια τους, τα λεφτά μιας ζωής. Το έργο μιλάει για το πώς το σύστημα ουσιαστικά έχει ξεγελάσει τον κόσμο και για το πώς οι τράπεζες, με το που βρήκαν την ευκαιρία, άρπαξαν από τον κάθε ένα ό,τι μπορούσαν, σαν αρπακτικά». Για το λόγο αυτό, σημειώνει ο Δημήτρης Καρατζιάς, το έργο πραγματεύεται και το θέμα της δικαιοσύνης.
Στο έργο αυτό, ο Πομπερμάγιερ μας μιλά για έναν κόσμο, στον οποίο οι δομές του καπιταλισμού, η εξουσία, με βίαιους και απρόβλεπτους τρόπους, με μηχανισμούς ελέγχου, καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας έτσι συγκρούσεις και ανατροπές. Άραγε και το θέατρο είναι κι αυτό μέρους ενός τέτοιου συστήματος, μες στο οποίο οι κυριαρχικές σχέσεις εξουσίας κυριαρχούν; Μπορεί να επιβιώσει έτσι; «Δεν υπάρχει τίποτα αυτή τη στιγμή που να είναι εκτός συστήματος, εκτός και αν ζεις πραγματικά μόνος σου», μου λέει ο Μάνος Αντωνιάδης. «Όλα είναι κάτω από την ομπρέλα μιας διοίκησης και εμείς είμαστε ένας κρίκος της αλυσίδας θέλοντας και μη. Το θέμα είναι το πόσο αντιστέκεσαι στα κακώς κείμενα αυτού του συστήματος, στο οποίο βρίσκεσαι. Το να πέσει εντελώς το σύστημα και να μηδενίσουμε και να ξεκινήσουμε από την αρχή, είναι ένα όνειρο απατηλό». Ο Δημήτρης πηγαίνει την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα και λέει πως και οι ίδιοι, θεωρούνται με έναν τρόπο «εκτός συστήματος», καθώς ήδη από όταν ξεκίνησαν στο Vault, οι παραστάσεις τους ήταν πάντα έντονα πολιτικοποιημένες, ωστόσο ποτέ κομματικοποιημένες. Η Μαρία Γαλάτη, στο σημείο αυτό, κάνει ένα καίριο σχόλιο στη συζήτηση: «Στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης θεωρείται έτσι κι αλλιώς πολίτης Β’ κατηγορίας».
Και μετά η συζήτηση πηγαίνει αναπόφευκτα στα «καλά παιδιά» του θεάτρου, τα οποία ήταν μέρος του συστήματος και εύκολα κρύφτηκαν πίσω από αυτό για να επιζήσουν. Κι ας βομβαρδίζονταν από καταγγελίες κακοποίησης: «Έχω πάρα πολλές φίλες, οι οποίες ήταν θύματα. Είμαι μαζί τους μέχρι το τέλος. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω τα λεγόμενά τους γιατί δεν είναι μία. Θέλω να πιστεύω ότι με όλο αυτό που έγινε, μπορεί να είμαστε λίγο σε έναν καλύτερο δρόμο», σχολιάζει ο Δημήτρης.
Ο Μάνος στη συνέχεια παίρνει το λόγο: «Είμαι πάντα με το μέρος των θυμάτων, με θαυμασμό για το ότι εκτίθενται με την κακή τους περιπέτεια, ώστε να μπορέσουμε επιτέλους κάπως να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο. Πολύ κακώς που συγκεντρώθηκε αυτό μόνο στο θέατρο και στον κύκλο των ηθοποιών. Δεν είμαι ηθοποιός, αλλά με ηθοποιούς δουλεύουμε και ναι, γνωρίζαμε αρκετές ιστορίες. Απλώς με αυτό που ξέσπασε, όλοι είδαμε τα πράγματα πολύ πιο ξεκάθαρα. Και καλώς έγινε αυτό που έγινε».
Πίσω στα της παράστασης. Επαναφέρω λίγο τις έννοιας της δικαιοσύνης, της αυτοδικίας και της εκδίκησης και το πώς αυτές συγκρούονται μες στο έργο. Τους ρωτάω αν βλέπουν παραλληλισμούς με το συλλογικό αίτημα της κοινωνίας για διαφάνεια και αλήθεια. Για δικαιοσύνη. Μπορεί αυτό να οδηγήσει κάπου καλύτερα; «Η διαφάνεια είναι μόνο κάτι θετικό. Και θα έπρεπε να προσπαθούμε να πετύχουμε τη διαφάνεια, όμως αυτό το έργο ουσιαστικά δεν πραγματεύεται ακριβώς αυτό. Το να ξεκινάς με την πρόθεση να αναζητήσεις δικαιοσύνη, αυτό είναι κάτι καλό. Το να φτάνεις, όμως, να γίνεις εγκληματίας, αυτό δεν είναι. Αυτό πραγματεύεται η παράσταση. Θολώνει λίγο τα όρια του πού ξεκινά το δίκαιο και το άδικο», ξεκαθαρίζει ο Μάνος Αντωνιάδης.

Η τελευταία ερώτηση που τους θέτω, είναι το αν πιστεύουν ότι στη χώρα μας προστατεύονται οι ισχυροί, καθώς και αν αφήνονται ατιμώρητες οι εγκληματικές αμέλειες; Ο Μάνος απαντά πρώτος: «Εγώ το πιστεύω, ναι. Ξεκάθαρα. Σε αυτή τη χώρα υπάρχει συγκάλυψη σε πολλά».
«Ούτε εγώ πιστεύω ότι το δικαστικό σύστημα είναι αμερόληπτο ή υπέρ του αδικημένου. Πιστεύω ότι αν έχεις χρήματα, όλα γίνονται. Τα τελευταία χρόνια έχασα την πίστη μου στη δικαιοσύνη», συμπληρώνει ο Δημήτρης Καρατζιάς. Ο Μάνος Αντωνιάδης συμπληρώνει ότι ποτέ δεν την είχε αυτήν την πίστη, γιατί ανέκαθεν βλέπουμε γύρω μας να γίνονται απίστευτες αδικίες, ενώ δικαιώνεται πάντα ο ισχυρότερος όσον αφορά τα χρήματα και τη θέση εξουσίας. Είναι, παρ΄όλα αυτά, αισιόδοξοι ότι θα αλλάξει κάτι;
Δ.Κ.: «Θα ήθελα πάρα πολύ να πιστεύω ότι θα αλλάξει ο κόσμος μας. Θεωρώ ότι υπάρχει μια γενιά ανθρώπων, η οποία πρέπει να φύγει. Πιστεύω ότι μόνο οι νέοι θα φέρουν την αλλαγή στα πράγματα. Την οποιαδήποτε αλλαγή».
Μ.Α.: «Εγώ δεν πιστεύω ότι ξαφνικά θα γίνει μια ανατροπή. Πάντα ο ισχυρός θα προσπαθεί να κυριαρχήσει με τον τρόπο του. Ακόμα και τώρα που πραγματικά υπάρχει τεράστια αδικία στον κόσμο, τα πράγματα είναι καλύτερα από ότι ήταν κάποια χρόνια πριν. Υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια και αυτό ξεκαθαρίζει αρκετά τα πράγματα. Η γνώση, επίσης, δημιουργεί άμυνες και σε βοηθά να αποφεύγεις καταστάσεις».
Ο Δημήτρης Καρατζιάς αναρωτιέται εκείνη τη στιγμή: «Πόσο εύκολο είναι να αποφύγεις κάποιες καταστάσεις, όταν υπάρχει δημόσια κακοποιητικός λόγος από πολιτικούς, από εκπροσώπους κομμάτων, από εκπροσώπους της εκκλησίας, από δασκάλους; Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να βγαίνει και να κάνει κηρύγματα μίσους».
Όσον αφορά τα μελλοντικά τους σχέδια, τέλος, μου λένε πως βρίσκονται αμφότεροι σε μια περίοδο ενδοσκόπησης όσον αφορά τα επόμενα βήματα. Οι ιδέες τους είναι, ασφαλώς, πολλές, ωστόσο προσπαθούν να βρουν ακόμα τα γράδα τους. Σίγουρα θα συνεχίσουν να ασχολούνται με αληθινές ιστορίες, με το νεοελληνικό κείμενο, με θέματα πολιτικοποιημένα.
Φωτογραφίες: © Μαρία Γαλάτη
INFO:
Έρχεται για 1η φορά στην Ελλάδα το κοινωνικοπολιτικό δράμα του Σέρτζι Πομπερμάγιερ «NEW ORDER», σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, στο Θέατρο ‘Εν Αθήναις (Ιάκχου 19, Γκάζι) από 14 Φεβρουαρίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00, για περιορισμένες παραστάσεις.
Ένα έργο σκληρό που θολώνει τα “όρια” και παίζει με τις ακρότητες. Δικαιοσύνη ή τιμωρία; Εξιλέωση ή εκδίκηση; Πόσο εύκολα η απελπισία γίνεται θυμός, ο θυμός οργή, και η οργή βία; Τι σημαίνει δικαιοσύνη; Ο νόμος υπηρετεί το δίκαιο ή τον πιο ισχυρό; Και τι κάνεις όταν ακολουθείς τους κανόνες και πάλι χάνεις τα πάντα;
Το έργο:
Γραμμένο το 2014, την εποχή που η οικονομική κρίση ισοπέδωνε τη μεσαία τάξη και οδηγούσε χιλιάδες ανθρώπους στην απόγνωση, το New Order είναι ένα έργο συνταρακτικό, που σκιαγραφεί την κοινωνική αδικία. Οι μικρές επιχειρήσεις έσβηναν η μία μετά την άλλη. Άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους. Συντάξεις περικόπτονταν. Οι κατασχέσεις κατοικιών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Το σύστημα τελικά πρόδωσε εκείνους που πίστεψαν σε αυτό.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, το New Order είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Πραγματεύεται την ιδέα που έχει περάσει από το μυαλό όλων: “Να βρουν τον υπεύθυνο. Και να διορθώσουν την αδικία. Ή να τον κάνουν να πληρώσει”. Αλλά ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος; Και τι γίνεται όταν αυτοί που αδικούνται δεν έχουν πια τίποτα άλλο να χάσουν;
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Σέρτζι Πομπερμάγιερ
Μεταφράστρια : Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση / Ηχητικό τοπίο : Μάνος Αντωνιάδης
Σκηνικά: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου, Αριστοτέλης Καρανάνος
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Επιμέλεια κίνησης: Ναταλία Βαγενά
Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Αφίσα παράστασης : Γιάννης Κεντρωτάς
Trailer : ORKI Productions
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κολλά
Βοηθοί Ενδυματολόγου : Αγγελική Αναγνωστοπούλου, Αφροδίτη Ψυχούλη
Επικοινωνία / Προώθηση παράστασης: Νταίζη Λεμπέση
Παραγωγή: ΤΕΑΜ VAULT ΑΜΚΕ (Μάνος Αντωνιάδης – Δημήτρης Καρατζιάς)
Παίζουν: Ράνια Σχίζα, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Φώτης Λαζάρου, Έλενα Τυρέα







