Αυτοί με τη βία τους, εμείς με τον αγώνα μας
Την έχουμε ξαναδεί τη βία τους. Δεν μας ξενίζει, δεν μας σοκάρει, δεν μας τρομάζει πια. Την ξέρουμε στα light, στα μέτρια, στα βαριά της. Μας είναι οικεία όσο η λύσσα στο πρόσωπό τους κάθε φορά που συναντιόμαστε.
Έχει το όνομα του γκλοπ τους, της ασπίδας τους, της γροθιάς τους, του σάλιου τους, της κλωτσιάς τους, των δακρυγόνων τους, των κρότου-λάμψης τους. Πότε μας συστήνεται με το ένα, πότε με το άλλο, πότε με συνδυασμό τους. Δεν την μπερδεύουμε όμως, δεν μπορεί να μας ξεγελάσει ότι είναι άλλη. Μία είναι, γνωστή μας, το ίδιο απαράλλαχτο σίχαμα χρόνια τώρα.
Την έχουμε ξαναδεί τη βία τους. Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στην Κρήτη, στην Ειδομένη, στον Έβρο. Δεν έχει σημασία αν είναι εντός ή εκτός έδρας, δεν την επηρεάζει το άγνωστο γήπεδο, ο αντίπαλος, η απόσταση. Είναι άγρια, ακραία, χωρίς διάκριση. Τι στην πρωτεύουσα, τι στην επαρχία χτυπάνε σαν μανιασμένα κτήνη. Βρίσκονται εκεί, έχουν ταξιδέψει για αυτό και μόνο γι’ αυτό. Δεν περιμένουν την πρόκληση, την αιτία· τη δημιουργούν μόνοι τους. Και ξεκινάνε.
Είναι εθιστική όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για τους οπαδούς της. Τη λατρεύει η εξουσία που τη χρησιμοποιεί. Δεν είναι απλά ότι εξαρτά πολλές φορές την επιβίωσή της από αυτή, είναι και κάτι παραπάνω. Είναι η επιβεβαίωση της δύναμής της, το αντικαθρέφτισμα του ναρκισσισμού της. Ανά τακτά διαστήματα δίνει εντολή για άσκησή της, όσο αχρείαστη κι αν είναι. Σαν συνταγογραφούμενη αγριότητα. Πρωί-μεσημέρι-βράδυ, καθημερινές-αργίες, γιορτές-επέτειοι. Τη λατρεύουν βέβαια και οι λακέδες της εξουσίας. Τα αχάμπαρα τσιράκια της. Κάτι σκουλήκια κρυμμένα πίσω από πληκτρολόγια, στο μέσα δωμάτιο του πατρικού τους σπιτιού, στο γωνιακό γραφείο μιας πολυεθνικής, στα πλαϊνά τραπέζια ενός καφενείου. Τύποι τελειωμένοι εσωτερικά κι εξωτερικά που ποτέ δεν τους φτάνει η βία που ασκήθηκε απέναντι σε παιδιά που θα μπορούσαν να είναι τα παιδιά τους, ηλικιωμένους που θα μπορούσαν να είναι οι γονείς τους, συνομηλίκους που θα μπορούσαν να είναι τα αδέρφια, οι φίλοι, οι γείτονές τους. Που εν τέλει, αυτοί είναι, αλλά και που το ξέρουν καθόλου δεν τους νοιάζει. Ας μην ήταν.
Την έχουμε ξαναδεί τη βία τους. Στον κορωνοϊό, στα μνημόνια, στις αντιφασιστικές πορείες, στις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, για την Παλαιστίνη, στο Πολυτεχνείο, στις επετείους του θανάτου του Φύσσα, του Ζακ, του Γρηγορόπουλου. Είναι πάντα εκεί: στα γήπεδα, στα νοσοκομεία, στα λιμάνια, στα δικαστήρια, στις εξώσεις, στις πλατείες, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις καταλήψεις. Είναι στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες: στους ανάπηρους, στους συνταξιούχους, στα παιδιά του δημοτικού με τους γονείς τους, στους γονείς των νεκρών παιδιών των Τεμπών και στους επιζήσαντες των Τεμπών. Είναι οπουδήποτε μπορούμε να φανταστούμε κι οπουδήποτε δε θα θέλαμε ούτε να φανταστούμε ότι θα βρεθεί.
Την ξανάδαμε τη βία τους. Χτες στα μπλόκα των αγροτών. Και χάρηκε πάλι η εξουσία. Και επιχαίρουν τα –πληρωμένα κι απλήρωτα- παπαγαλάκια της. Και νομίζουν ότι νίκησε ποτέ μακροχρόνια η βία τον λαό που αγωνίζεται. Νομίζουν ότι οι άνθρωποι που με τα χίλια ζόρια βγάζουν το μήνα θα δειλιάσουν μπροστά σε αυτούς που δέρνουν για να βγάλουν το μήνα. Τρομάρα τους…
Διαβάστε επίσης:






