Ο Jerome Kaluta δεν είναι ο καλλιτέχνης που έχεις συνηθίσει
Βρεθήκαμε στο θέατρο «Επί Κολωνώ», όπου ο καλλιτέχνης μίλησε στο Untold για τη μουσική, το θέατρο και λίγο για τον… Παναθηναϊκό.
Πολλοί τον γνωρίζουν από την τηλεόραση. Άλλοι από παλιά, από τη Σπείρα-Σπείρα, ενώ αρκετοί παρακολουθούν σταθερά τη δουλειά του, η οποία δεν περιορίζεται μόνο σε έναν τομέα.
Όπως και να έχει, ο Jerome Kaluta δεν είναι ο καλλιτέχνης που έχεις συνηθίσει, με τον ίδιο να μας υποδέχεται στο θέατρο «Επί Κολωνώ», εκεί όπου κάθε Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη συμμετέχει στην παράσταση «Άσπρο Μαύρο», και να απαντάει στις ερωτήσεις μας σχετικά με το θέατρο, τη μουσική αλλά και τη γνωριμία του με τον Σταμάτη Κραουνάκη, η οποία έγινε τυχαία στον δρόμο.

Δεν μπορώ να μην ξεκινήσω για το μέρος που βρισκόμαστε, για το θέατρο, για την παράσταση στην οποία συμμετέχεις, για το χαρακτήρα τον οποίο κάνεις. Δύο λόγια θα ήθελα.
Λοιπόν, βρισκόμαστε στο θέατρο «Επί Kολωνώ», στον Κολωνό, ένα θέατρο που είναι πάρα πολλά χρόνια εδώ. Ήταν σχολείο κάποτε και μετά κατέληξε αυτό το μέρος να διδάσκει και θέατρο, πέρα από τις ωραίες παραστάσεις που κάνει. Έχει και κάποια μαθήματα υποκριτικής που κάνει εδώ πέρα η κυρία Ελένη Σκότη. Εμείς παίζουμε την παράσταση «Άσπρο Μαύρο». Είναι το «Sunset Limited» του Cormac McCarthy. Ενός Αμερικανού συγγραφέα που ήταν πολύ γνωστός και για τον χαρακτήρα του και για τον τρόπο που έγραφε. Έγραψε το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» και πήρε το Όσκαρ για αυτό.
Αυτός ο τύπος είναι ένας άνθρωπος που μπήκε στη ζωή μας μέσω του Αντώνη Καφετζόπουλου. Ο οποίος ο κύριος Καφετζόπουλος με πήρε να μου πει να το κάνουμε αυτό το έργο. Θυμάμαι ότι εγώ είχα δει αυτή την ταινία, γιατί υπήρχε και ταινία, με τον Tommy Lee Jones και τον Samuel L. Jackson. Ήταν η εποχή της βιντεοκασέτας, παλιά δηλαδή. Πολύ βαρετή η ταινία, ήταν ένα πράγμα το οποίο ήταν σε ένα δωμάτιο και δεν είχε κίνηση, δεν είχε δράση. Και ήμουν σε μια ηλικία που ήθελα λίγη δράση. Μην τα πολυλογώ, μια από τις σκέψεις μου ήταν ότι θα ήταν ωραία αυτό να το δεις στο θέατρο. Τα έφερε η ζωή έτσι και είμαστε εδώ.
Είναι ένα έργο δύο ατόμων. Είναι ο κύριος Λευκός, ο οποίος είναι ένας καθηγητής άθεος, που έχει πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Και είναι ο κύριος Μαύρος, ο οποίος είναι ένας πρώην φυλακόβιος που έχει ασπαστεί τον χριστιανισμό στη φυλακή. Και αυτός τον σώζει στο δωμάτιο του τρένου, όπου γίνεται η απόπειρα αυτοκτονίας. Το έργο ξεκινάει στην ουσία από το σπίτι του Μαύρου, όπου είναι το debate που κάνουν αυτοί οι δύο. Το debate ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο και σε διάφορα άλλα θέματα που μας απασχολούν.
Τι δυσκολίες έχει το θέατρο δύο ατόμων, δηλαδή είναι λίγο πιο ιδιαίτερο από αυτό που είναι ένας θίασος ολόκληρος;
Βεβαίως, σε έναν θίασο είναι καταμερισμένος ο χρόνος και τα λόγια και το τι θα πούνε. Δεν είναι απαραίτητα όλοι πάντα στη σκηνή. Και για τον καθένα το έργο είναι ανάλογα με τη συμμετοχή του. Όταν είναι δύο άτομα, είναι στην ουσία δύο μονόλογοι. Τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι είναι πάνω στη σκηνή, ζουν όλο το έργο, έχουν μια ροή δικιά τους που πρέπει αυτοί να συγκρατήσουν. Πολλά λόγια. Υπάρχει βέβαια και μια συνέργεια που έχουν αυτά τα δύο άτομα, τα οποία βοηθάνε το ένα να σηκώσει το άλλο. Υπάρχει μια συνεννόηση που έχουν αυτοί οι δύο που μπορεί να… μην την ξέρει κανένας άλλος και δεν τίθεται θέμα ρυθμού. Δηλαδή, ο ρυθμός είναι κάτι συγκεκριμένο και μπορεί να είναι κοντά στο απόλυτο πάντα. Στους πολλούς ανθρώπους, πολλές φορές χάνεται αυτό.
Σε αυτή την παράσταση σκηνοθετεί, και παίζω μαζί με τον κύριο Αντώνη Καφετζόπουλο, αυτόν τον μύθο. Είναι ένας μύθος, ένας άνθρωπος που ο κόσμος τον ξέρει για το ταλέντο του, για το πόσο καλός ηθοποιός είναι και για το πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης έχει υπάρξει. Αλλά μιλάμε και για έναν σπουδαίο άνθρωπο. Ξέρεις, εγώ πάντα θεωρούσα ότι το θέατρο, οι παραστάσεις, όλα αυτά, είναι η αφορμή για να βρεθείς με κάποιον και να πάρεις κάτι από αυτή τη σχέση. Και από αυτή τη σχέση παίρνω και μαθαίνω πάρα πολλά καθημερινά. Και τον ευχαριστώ πολύ για την επιλογή του.
Σε έχουμε δει και ως παρουσιαστή στην εκπομπή «Φτάσαμε» στην ΕΡΤ. Πόσο διαφορετικό είναι αυτό για έναν καλλιτέχνη, ο οποίος ουσιαστικά παίζει τη μουσική του και είναι στο θέατρο; Πόσο διαφορετικός είναι ο ρόλος του παρουσιαστή και πόσο πιο ιδιαίτερο ήταν το όλο πρότζεκτ;
Κοίτα, όταν έχεις να κάνεις με το θέατρο και με τη μουσική, και με το μουσικό θέατρο ήδη έχεις μπει σε έναν ρόλο διασκεδαστή. Και είναι κάτι το οποίο το έχω στα live μου. Είναι κάτι το οποίο, αν μου ζητηθεί σε κάποιο ρόλο στο θέατρο, θα το κάνω. Άρα ξέρεις να χειριστείς τον λόγο και να διασκεδάσεις τον κόσμο, να παρουσιάσεις κάτι.
Η ταξιδιωτική εκπομπή προέκυψε σαν συνέχεια μιας συνεργασίας που είχαμε με την ΕΡΤ και με τους ανθρώπους σε διαφορετικές παραγωγές. Είχαμε κάνει δύο σειρές και δημιουργήθηκε λοιπόν η σκέψη ότι μήπως αυτός, σαν περσόνα που είναι, μπορέσει να κάνει αυτό το πράγμα, να παρουσιάσει μια ταξιδιωτική εκπομπή.
Εντάξει, στην αρχή δεν ήμουν πολύ θερμός με αυτό, γιατί είναι κάτι το οποίο έχει συμβεί πολύ καλά από άλλους και δεν ήξερα πώς θα το έκανα εγώ καλά. Μόλις βρήκα καλλιτεχνικά πώς μπορώ να είμαι και τι έπρεπε να γίνει, είπα το «ναι» και ξεκίνησε ένα μαγικό ταξίδι δύο χρόνων, τριών σεζόν με 70 επεισόδια και ταξίδια σε όλη την Ελλάδα.
Άρα υπήρχε ένα άγχος και μια αμφιβολία στην αρχή.
Το άγχος και την αμφιβολία τα έχεις πάντα σε κάτι που σου λένε. Γιατί ξέρεις, στις δουλειές, αυτό που τουλάχιστον μπορεί να συμβαίνει σε εμένα, όταν σου προτείνουν κάτι, η ψυχή σου είναι αυτή που απαντάει πρώτα. Λέει ναι ή όχι. Μετά μπαίνει το μυαλό, οι δεύτερες σκέψεις, το πώς θα το κάνεις.

Λοιπόν γεννήθηκες στην Αθήνα, μεγάλωσες στην Αθήνα. Πιστεύεις πως όλα αυτά τα χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει εξελιχθεί στο να δέχεται έναν μη λευκό άνθρωπο σε αυτήν, έχει κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση;
Κοίταξε να δεις, σαφώς έχουν γίνει βήματα. Για να μη γινόμαστε και αφοριστικοί. Έχεις παίξει ποτέ κουτσό; Έχεις δει τους αριθμούς που λέει ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε; Έχουμε πάει μπροστά. Και κάποια πράγματα που δεν ήταν κατανοητά, ίσως είναι. Αλλά όπως σε όλες τις κοινωνίες, έχουμε αυτό το μπρος-πίσω.
Μπορεί να συμβεί κάτι και εκεί που έχουμε ανοιχτεί πάρα πολύ και έχουμε γίνει προοδευτικοί, να κλειστούμε πίσω στο καβούκι μας. Το κομμάτι τού από άνθρωπο σε άνθρωπο, είτε έχει να κάνει με το χρώμα, είτε έχει να κάνει με τις γυναίκες, είτε έχει να κάνει με τους ανθρώπους που δεν είναι σωματικά αρτιμελείς, με όλες αυτές τις διακρίσεις, θέλει ακόμα δουλειά.
Δηλαδή, η κοινωνική δικαιοσύνη είναι κάτι που θέλει ακόμα δουλειά και προσπάθεια από όλους μας. Έχουν γίνει βήματα. Και θέλω να τονίσω ότι τα βήματα αυτά τα έχει κάνει με θάρρος η κοινωνία, οι απλοί άνθρωποι. Όχι η πολιτεία. Η κοινωνία τα έχει κάνει. Και θα έλεγες ότι θα ίσχυε το αντίθετο, διότι η πολιτεία φτιάχνει τους νόμους, αλλά τα βήματα μπροστά τα έχει κάνει η κοινωνία.
Αλλά θέλει μια καθημερινή πάλη;
Όλα θέλουν μια καθημερινή πάλη. Γενικότερα η ανθρώπινη φύση είναι σε μια πολύ περίεργη φάση. Έχουμε εδώ τα τηλέφωνα αυτά που γράφουν, έχουμε το artificial intelligence που έχει μπει, έχουμε πάει πολύ μπροστά τεχνολογικά, αλλά σαν άνθρωποι κάνουμε μερικά βήματα πίσω.
Δηλαδή, βλέπεις ορισμένες καταστάσεις και λες, ΟΚ, αυτό δεν είναι 2025, αυτό είναι 1950, αυτό είναι ο Μεσαίωνας, αυτό είναι 1850. Έχουμε δουλειά ακόμα να κάνουμε.
Την περίοδο που ήσουν μαθητής στο σχολείο υπήρξε κάποιο είδος bullying από τα παιδιά;
Ήμουν τυχερός, έπεσα σε καλές περιπτώσεις. Ήμουν αγόρι, ήταν ωραία η γειτονιά, αλλά ήταν και η κατάσταση γενικά. Είχα πολλούς φίλους, μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ, με προσέχανε πολύ και ήμουν αρκετά τυχερός. Μου δώσαν την ευκαιρία να έχω μια κανονική παιδικότητα. Δηλαδή, ήμασταν παιδιά, όσοι με γουστάρανε, με γουστάρανε. Όσοι ήταν να πλακωθούμε, πλακωθήκαμε.
Η πιο σημαντική ερώτηση τότε, όταν ήμουν πιτσιρικάς, ήταν «ξέρεις μπάλα;». Αυτές ήταν οι ερωτήσεις μας. Τα «μαύρος – άσπρος» παίζανε. Δηλαδή, έχει τύχει να χαιρετήσω κάποιον και να κοιτάξει το χέρι του, αλλά ήμασταν 5-6 χρονών. Το ξέρω ότι έχει συμβεί, το έχω δει, αλλά ήμασταν 5 χρονών όμως. Δεν υπήρχε αυτό μετά.
Όταν μπήκα μέσα σε μια τάξη, είπαν «να παιδιά, ο Γεράσιμος. Ποιος θα κάτσει με τον Γεράσιμο;». Δεν ήταν πολλοί που ήταν μόνοι τους, ούτε πολλοί που ήθελαν να κάτσουν μαζί μου. Πάω σε έναν, του λέω «να κάτσω εδώ;», «και δεν κάθεσαι» μου λέει. Ήταν ο κολλητός μου, ο Γιάννης. Και τον έχω αναφέρει και σε ένα τραγούδι στη ζωή μου. Ο Γιάννης ήταν ο πρώτος μου φίλος, ήταν ο πρώτος μου στο σχολείο.
Ήταν άλλη εποχή. Το «ξένο» είχε κάτι άλλο. Δεν ήταν απειλή. Ήταν πιο συμπληρωματικό. Και η χώρα ήταν λίγο πιο κουλ, δεν ήταν τόσο στα κάγκελα. Δεν είχαν συμβεί εγκλήματα για να συνδεθούν άνθρωποι άλλης καταγωγής με εγκλήματα. Υπήρχε κάτι άλλο τότε. Πέρασα καλά. Είχα ωραίους δασκάλους, καθηγητές, μαθητές. Ήταν ωραία φάση. Στο Γουδί, στο 106. Πώς να μην είναι ωραία; Και ό,τι έκανα: σχολείο, κατηχητικό, έπαιξα μπάσκετ στον Άγιο Θωμά… Ήταν όλα πολύ καλά. Μπορεί να ήμουν εγώ τυχερός, μπορεί και η κατάσταση.
Σε αγχώνει καθόλου το πού πάει η κοινωνία; Γιατί τελευταία έχουμε παρατηρήσει μια απίστευτη άνοδο της ακροδεξιάς και της αντίληψης που έχει σε όλο τον κόσμο.
Αυτό που σου είπα πριν, είναι αυτό που θα ξαναπώ, είναι ότι οι κοινωνίες κάνουν ένα βήμα μπροστά και μετά για κάποιον λόγο κάτι γίνεται και κάνουν και δύο βήματα πίσω. Αυτό. Είμαστε σε μια εποχή πολύ challenging, που λένε στο χωριό μου, όπου και να γυρίσεις και να κοιτάξεις σε πιάνει μια απελπισία. Αλλά νομίζω ότι αυτό είναι μια απόρροια. Τα λάθη δεν γεννάνε ποτέ σωστά. Τα λάθη γεννάνε λάθη.
Αν έχουν έρθει οι ακροδεξιοί και κυβερνούν και ανά τον κόσμο υπάρχουν τέτοιες πεποιθήσεις, είναι επειδή έχουν γίνει λάθη σε πολύ πρώτο στάδιο, δηλαδή οι άνθρωποι έχουμε παρεκκλίνει λίγο της πορείας μας, έχουμε γίνει λίγο αναίσθητοι. Σου είπα πριν, έχουμε το AI, το Artificial Intelligence, αλλά εμείς δεν έχουμε καθόλου intelligence. Δεν συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον καλά. Έχουμε άλλες προτεραιότητες. Μας νοιάζουν τα φράγκα, μας νοιάζει το ένα…
Είμαστε σε μια κοινωνία που έτσι είναι φτιαγμένη, με ανταγωνισμό. Ότι εγώ θα πάω να φάω τη δουλειά τη δικιά σου και εσύ το ίδιο, άρα και εγώ για να ανέβω πρέπει να πατήσω σε εσένα. Ξεχνάμε να δουλεύουμε, γιατί όποιος δουλεύει πραγματικά δεν έχει χρόνο για άλλα πράγματα. Έχουν γίνει λάθη. Τα λάθη δεν μπορούν να φτιάξουν κάτι σωστό. Πρέπει να δούμε τι λάθη έχουμε κάνει όλοι, ο καθένας από εμάς. Τα λάθη διορθώνονται με καθημερινή πάλη και στις εκλογές. Αυτό ξέρω…
Η κοινωνία πάει εκεί που θα πάμε κι εμείς. Θα δούμε. Είμαι αισιόδοξος τύπος όμως. Θεωρώ ότι θα πάνε τα πράγματα καλύτερα και θεωρώ ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι που σπρώχνουν προς μια θετική κατεύθυνση, θα γίνουμε πιο πολλοί και θα είμαστε όλοι εκεί που πρέπει.

Αν παίρναμε τον Jerome τού τότε, όταν ξεκίνησες την πορεία σου, και σε βάζαμε στο 2025, πιστεύεις θα ήταν πιο εύκολο να καταφέρεις πράγματα, πιο δύσκολο, στην ίδια φάση;
Λοιπόν, είναι πολύ σπουδαία η ερώτηση αυτή που μου κάνεις. Πόσο χρονών είσαι; Είσαι 27. Όταν εγώ ξεκίνησα την πορεία μου και είπα ότι θα γίνω μουσικός, άρχισα να το ψάχνω. Θα σου πω αυτό το παράδειγμα για να καταλάβεις. Πώς το έψαχνα. Έκανα τραγούδια, όχι demo, και τα πήγαινα σε δισκογραφικές. Οι δισκογραφικές τότε ήταν στη Μεσογείων.
Εάν δεν σου άνοιγε μια δισκογραφική εταιρεία την πόρτα της, οριακά δεν ήσουν ο μουσικός. Υπήρχε ότι θα του στείλεις το demo, θα πρέπει να κάνεις κάποια στιγμή ένα ραντεβού με ένα στέλεχος, με κάποιον, να κάνει ότι σε ακούει ενώ δεν σε ακούει, να κάνει ότι ακούει το cd σου ενώ δεν το ακούει, να το έχει και να λέει ότι θα το ακούσει και να βλέπεις κι εσύ πίσω δεξιά του έναν κάδο που έχει cd σαν το δικό σου. Άρα η όλη η ελπίδα για τη δημιουργία τότε εξαρτιόταν από άλλους.
Τώρα και εδώ και πολλά χρόνια, το ίντερνετ έχει ελευθερώσει αυτό το πράγμα και αντί να πηγαίνουν οι τραγουδιστές στις δισκογραφικές, πηγαίνουν οι δισκογραφικές στους τραγουδιστές βλέποντας ότι αυτός έχει ένα ρεύμα.
Θα τραβούσα το ίδιο λούκι, αλλά θα ήταν πολύ πιο εύκολο γιατί θα είχα άλλες ευκολίες τώρα.
Άρα ουσιαστικά με την τεχνολογία είναι λίγο πιο δίκαιο;
Η τεχνολογία ίσως παραείναι δίκαια. Η πληροφορία είναι εκεί και έχουμε πρόσβαση σε αυτήν. Πριν η όλη φάση ήταν Βατικανό. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις την πληροφορία.
Τώρα η πληροφορία είναι εκεί. Τη δουλειά θα πρέπει να την κάνεις. Θα πρέπει να μελετήσεις πάλι. Θα πρέπει να τριφτείς. Θα πρέπει να αποτύχεις. Να προσπαθείς, να ξανααποτύχεις. Αλλά τώρα είναι λίγο διαφορετικά.
Και αρκετός κόσμος έμαθε τον Jerome από τη Σπείρα-Σπείρα.
Η Σπείρα-Σπείρα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για μένα. Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής, ένας ηθοποιός και όλα αυτά τα υπόλοιπα. Το κομμάτι της υποκριτικής βιωματικά άνοιξε εκεί, στη Σπείρα-Σπείρα με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Αυτή ήταν η σχολή μου, το μουσικό θέατρο. Και με τα παιδιά που ήμασταν, με όλη την ομάδα, με τις ομάδες κατά καιρούς.
Βρέθηκα σε μια καλλιτεχνική κοινότητα, αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι, όπου πειραματίστηκα με κάθε είδος, δηλαδή σε 7 χρόνια παίξαμε 10 διαφορετικά έργα. Κάναμε επιθεώρηση, έκανα θέατρο για παιδιά, έκανα τραγωδία, έκανα μουσική, έκανα μιούζικαλ, οπερέτα, έκανα διάφορα πράγματα και αυτό ήταν το μεγαλύτερό μου κέρδος. Μπόρεσα να έχω κάποια εργαλεία για να κάνω αυτά που ονειρεύομαι.
Η συνεργασία με τον Σταμάτη Κραουνάκη πως πρόεκυψε;
Τον γνώρισα μια μέρα στον δρόμο, πήγαινα κάπου να παίξω και δεν ήταν ακόμα η φάση εκεί έτοιμη, και ξέρεις, έκανα μια βόλτα τυχαία, πάω σε ένα μέρος και εκεί βλέπω κάτι φίλους, και τον βλέπω να περνάει. Στην αρχή τον μπερδεύω με κάποιον άλλον, αλλά επειδή ο δρόμος που ήταν να πάω είχε κάτι σκυλιά, πήγα από την άλλη και ξαφνικά βρέθηκα πίσω τους και ήταν με ένα συμμαθητή μου, τον Ορφέα.
Σταματάμε, μιλάμε, ο Ορφέας λέει όλα όσα πρέπει να πει ένας σωστός φίλος εκείνη τη στιγμή και ο Κραουνάκης μού λέει να γνωριστούμε, να τα πούμε, να συνεργαστούμε. Είχα μια κάρτα εγώ, του δίνω την κάρτα μου, γιατί είχα οργανωθεί κάπως στο κομμάτι αυτό, και μου λέει να συνεργαστούμε.
Δεν το πίστευα ότι θα γίνει, καθώς αυτό είναι κάτι που συνέβαινε γενικά, μιλούσες με διάφορους δεν καθόντουσαν όλα –κάποια καθόντουσαν, κάποιοι άλλοι σου λέγανε όχι– και λέω άλλο ένα τέτοιο. Όμως έγινε, και ξεκίνησα από το Ηρώδειο.
Εγώ έχω τρελαθεί τώρα, γιατί πίστευα ότι κάπου άκουσε τη μουσική σου, αλλά τώρα μου λες για μια συνάντηση στον δρόμο.
Συναντηθήκαμε στον δρόμο, και ο άνθρωπος βλέποντας την κάρτα μου με ρωτάει «τα χώνεις και στα ελληνικά και στα αγγλικά;», λέω «ναι», εντάξει ήμουν άνθρωπος του ναι, και μου λέει «ΟΚ, θέλω να συνεργαστούμε».
Η πρώτη μου παράσταση ήταν στο Ηρώδειο, στη πρώτη μου παράσταση ήμουν 25, η πρώτη παράσταση με τον Σταμάτη Κραουνάκη σαν σόλο καλλιτέχνης. Μετά μπήκα στη Σπείρα…
Πως ένιωσες γι’ αυτό, πώς ήταν στα 25 σου να είσαι τώρα στο Ηρώδειο;
Κοίταξε να δεις, εγώ έχω ένα διπλό συναίσθημα από αυτά τα πράγματα. Έχω πάντα το ότι μπορώ να κάνω ένα βήμα και να πω κοίτα από πού ξεκίνησα και έκανα ένα βήμα, και αυτό υπάρχει πάντα στη ζωή μου. Από την άλλη, επειδή είναι δουλειά, και η δουλειά πάντα έχει το κομμάτι της επιβίωσης του να τα καταφέρεις, να είσαι σωστός να σε επιλέξουν, εγώ δεν μεγάλωσα με κάποιο δέος.
Όταν πήγα στο Ηρώδειο, το είδα, το κατάλαβα, και λέω αυτό δεν είναι σαν τα μέρη που έχω παίξει, ένιωσα το δέος του μέρους και της κατάστασης. Είχα ένα δέος, ναι, ήταν πολύ ωραίο. Είναι η στιγμή που λες θα το καβαλήσω το κύμα, ρε παιδί μου, όχι το καλάμι, το κύμα, θα βάλω τα δυνατά μου.
Είπες νωρίτερα για τον πρώτο σου δίσκο, το «Afrogreco», θα ήθελα δύο λόγια για αυτό.
Κοίτα να δεις, με τα τραγούδια μου κάτι με πιάνει και έχω μια πολύ μεγάλη διαδικασία, ένα πολύ overthinking. Αυτός ο δίσκος λοιπόν, σαν πρώτος δίσκος, μου πήρε πάρα πολλά χρόνια να τον ολοκληρώσω. Μέχρι να βρω τα τραγούδια, να συνεχίσουν να μ’ αρέσουν μετά από ένα διάστημα εμμονικό, που ακούω μετά από τρεις μήνες και λέω «δεν μ’ αρέσει, το πετάω».
Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια μέχρι να βρω τον ήχο μου. Εγώ έκανα χιπ χοπ για πολλά χρόνια, ήμουν χιπ χοπ άρτιστ, αλλά ήθελα κάτι άλλο. Το μέσα μου έλεγε ότι και κάτι άλλο μπορώ να προσθέσω. Όταν το βρήκα αυτό, ήμουν σίγουρος. Ναι, ολοκληρώθηκε η δουλειά, έγινε το άλμπουμ.
Είναι 11 κομμάτια. Τραγουδάω σε πέντε γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, σουαχίλι… Το «Afrogreco» σημαίνει ένας Αφρικανός που γεννήθηκε στην Ελλάδα, ένας Έλληνας με αφρικανικές ρίζες, είναι εγώ και πολλά παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ, και πολλοί άνθρωποι που είναι «μιγάδες» πολιτιστικά.

Μία από τις τελευταίες δουλειές στις οποίες συμμετείχες –και προσωπικά τη λάτρεψα– είναι οι «Κακές Ιδέες». Πώς προέκυψε η συνεργασία; Και επίσης, περίμενες ότι θα την αγκάλιαζε τόσο το κοινό; (Προσωπικό σχόλιο: ήταν μια πολύ προσεγμένη σειρά για τα ελληνικά δεδομένα.)
Πρώτα απ’ όλα, ευχαριστώ πάρα πολύ το κοινό που το αγκάλιασε. Το ευχαριστώ είναι και εκ μέρους του Διονύση. Ο Διονύσης Ατζαράκης, ο Θωμάς Ζάμπρας και η Παναγιώτα Κουάκη, η βοηθός σκηνοθέτη, είναι μια πολύ ωραία τριάδα, που ουσιαστικά είναι όλη η σειρά.
Με τον Διονύση γνωριζόμασταν γενικά. Με έχουν καλέσει και σε διάφορα stand-up festivals, comic festivals. Κάποια στιγμή γίνεται κάτι στην «Ιερά Οδό», μια μάζωξη κωμική. Μου λένε «έλα εδώ να πεις κάτι». Γράφω ένα κείμενο. Μου λένε «κοίτα, δεν θα είναι αστεία, θα είναι ιστορίες». Γράφω μια πολύ αληθινή ιστορία. Βγαίνω όγδοος. Οι άλλοι έχουν βγει και λένε αστεία. Λέω πρέπει να αλλάξω ιστορία, δεν γίνεται, οι τύποι λένε αστεία κι εγώ μιλάω για άδεια παραμονής. Σκέφτομαι ότι πρέπει να προσαρμοστώ. Τέλος πάντων, βγαίνω, μιλάω. Είχε κάποια σημεία με γέλιο, αλλά ήταν πολύ σημαντική ιστορία. Πέρασα πολύ καλά. Ο κόσμος είχε μια καλή κουβέντα να πει και τους άρεσε.
Εκεί γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Διονύση. Μου λέει «θα κάνω κάτι». Αυτό το «κάτι» ξεκίνησε πριν από 7 χρόνια. Μου λέει «θα κάνεις μία εμφάνιση, δύο γυρίσματα, δεν είναι πολλά». Ξεκίνησα με δύο γυρίσματα. Μετά γνωριστήκαμε καλύτερα. Ο Διονύσης και ο Θωμάς έκριναν ότι θα μπορούσα να έχω παραπάνω να προσφέρω και προς τιμήν τους, και τους ευχαριστώ πάρα πολύ είχαν την ιδέα να γράψουν κάτι παραπάνω, ώστε να είμαι μέχρι το τέλος της σειράς. Η σειρά, σε γυρίσματα, κράτησε 7 χρόνια.
Θεωρείς ότι στην Ελλάδα μπορούμε να κάνουμε σειρές με πιο προσεγμένη εικόνα, παραγωγή και σκηνοθεσία; Και περίμενες αυτή την αποδοχή;
Κοίταξε να δεις, μπορεί να γίνει. Υπάρχει ένα τίμημα. Θέλει σοβαρότητα, μεράκι και χρήματα.
Και χρήματα όχι απαραίτητα για τους ηθοποιούς, χρήματα για να επενδύσεις στην εικόνα, στην παραγωγή, στον τρόπο. Όλα αυτά θέλουν χρόνο, μελέτη, ακρίβεια, φρεσκάρισμα. Πρέπει να δεις τι γίνεται στον κόσμο.
Υπάρχει μια σειρά ταινιών που λέγονται «Τρελές Σφαίρες» με τον Leslie Nielsen. Έχει ξαναβγεί τώρα με άλλον ηθοποιό. Αυτή είναι η λογική: gag στο gag στο gag, συνεχόμενα. Οι «Κακές Ιδέες» έχουν κάτι τέτοιο. Και θεωρώ ότι ο Διονύσης με τον Θωμά έκαναν πολύ καλή δουλειά στο αστείο, στο σενάριο και στη σκηνοθεσία, παρ’ όλη την ταλαιπωρία.
Σε έχουμε δει σε αρκετές δουλειές. Ποια είναι αυτή που στην καρδιά σου κάνει ένα «τσικ» παραπάνω;
Το «τσικ» στην καρδιά μου το κάνει το «Γάμος αλά Ελληνικά 3». Η Νία Βαρντάλος έδειξε το πώς ζούνε οι Έλληνες-Αμερικανοί με αφορμή έναν γάμο που θα έκανε. Σε αυτό έχουν γίνει 3 ταινίες. Η πρώτη που έγινε επιτυχία, ένα σίκουελ, και έγινε και η τρίτη ταινία όπου είχα τη χαρά να συμμετέχω.
Η όλη διαδικασία, από το δοκιμαστικό μέχρι την ώρα που πήρα τη δουλειά και τα γυρίσματα, ήταν αποκαλυπτική, γιατί ήταν μια ματιά στο Χόλιγουντ και ήταν ιδιαίτερο.
Πού μπορεί κανείς να βρει τον Jerome Kaluta αυτή την περίοδο;
Σίγουρα Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη είμαι στο θέατρο «Επί Κολωνώ» με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και παίζουμε το «Άσπρο Μαύρο».
Λίγο πιο μετά κάποιος θα μπορεί, από τις 20 Δεκεμβρίου και μετά, να έρθει στο Μέγαρο Μουσικής να με δει, όπου θα κάνουμε τον «Αλαντίν και τα μαγικά Χριστούγεννα» και εγώ θα κάνω το τζίνι, για λίγες παραστάσεις, μέχρι 11 Ιανουαρίου. Και επίσης, το μεγάλο μας ραντεβού 31 Δεκεμβρίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, όπου θα παρουσιάσω τη βραδιά και θα έχουμε την Αλεξάνδρα Σιετή, και θα αλλάξουμε τη χρονιά.
Λοιπόν, σου έχω και ένα δίλημμα που θα έσκαγα αν δεν το ρώταγα. Ας πούμε ότι σε καλούν να παίξεις σε ένα μεγάλο θέατρο στη Νέα Υόρκη και την ίδια μέρα παίζει ευρωπαϊκό τελικό ο Παναθηναϊκός στο ποδόσφαιρο και είσαι επίσημος καλεσμένος. Τι κάνεις, πού θα πας;
Τώρα γιατί είσαι τέτοιος (γέλια); Κοίταξε να δεις, δεν θα πάω στο ποδόσφαιρο. Θα πάω να παίξω στη Νέα Υόρκη. Εννοείται η συναυλία δεν ξεκινάει αν δεν δω το παιχνίδι (γελάει ξανά), αλλά θα κάνω τη δουλειά. Φυσικά και η συναυλία θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει το παιχνίδι, αλλά θα κάνω τη δουλειά με πόνο καρδιάς…
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Σπύρος Κυριάκης
Φωτογραφίες: Ηλιάνα Καλαντζή
Επικοινωνία για τη συνέντευξη: Τζίνα Φουντουλάκη
Διαβάστε επίσης
Αυτοί με τη βία τους, εμείς με τον αγώνα μας
Ισραήλ: Για de facto πολιτική βασανιστηρίων κάνει λόγο ο ΟΗΕ
Θοδωρής Κοτονιάς στο Untold: «Η μεγάλη έξοδος είναι μέσα μας»







