Εκδικητικός εγκλεισμός vs σωφρονισμός: άσος απ’ τα αποδυτήρια
«Ο πολιτισμός μιας χώρας μπορεί να κριθεί μπαίνοντας στις φυλακές της», έγραφε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στις Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων. Μπήκα, είδα, έκρινα. Για τρία χρόνια η δουλειά μου με έφερε σε πολλά ιδρύματα κράτησης ανά τη χώρα.
Μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας μίλησα, άγγιξα, έφαγα τα μούτρα μου στους τοίχους που υψώνουμε γύρω από αυτούς τους ανθρώπους μετατρέποντας την ιδέα των σωφρονιστικών ιδρυμάτων σε αυτή των μπουντρουμιών. Σηκώνουμε τα ντουβάρια, με τα προσκόμματα που βάζουμε σε καθετί δημιουργικό που θα μπορούσε να γίνει, ακόμη ψηλότερα, κάνοντας ακόμη δυσκολότερο στους κρατούμενους να ονειρευτούν ότι μπορεί μια μέρα να γίνουν πουλιά.
«Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’ αγναντεύει, με λαχτάρα τόση στη ματιά, αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό», λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ στην Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. Την είδε από μέσα τη φυλακή ο Ουάιλντ, λαχτάρησε δεμένος στη γη τον ουρανό. Έγραψε για την απόγνωση, τον πόνο, τον τρόπο που χάνονται και οι τελευταίες ελπίδες τους. Μίλησε για μετάνοια και συγχώρεση. Πήρε τη χειρότερη εμπειρία, αυτήν που ταυτίζεται με τη στέρηση της ελευθερίας και την εξύψωσε, με τις λέξεις του, σε ουρανούς που μένουν ανεξίτηλα γαλάζιοι.
«Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή».1
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα όφειλε να έχει λυμένους τους λογαριασμούς του με την ανηλεή κράτηση και τον εκδικητικό εγκλεισμό από τον 18ο αιώνα, έχοντας ως καύσιμο της εξέλιξής του την εξαιρετική σκέψη και τα κείμενα που τότε γράφτηκαν. Ωστόσο, ακόμη σήμερα συζητάμε για το αν πρέπει να αγωνιζόμαστε για τον σωφρονισμό, αν πρέπει να παλεύουμε για τη δεύτερη ευκαιρία ανθρώπων που -αλήθεια- είχαν ποτέ μια πρώτη;
Λέει ο Τάσος Θεοφίλου, (έχοντας ζήσει στο πετσί του τον άδικο, εκδικητικό από το κράτος, εγκλεισμό) στο Αχβαχικό του, επιστρατεύοντας όλη την ειρωνεία του κόσμου: «Μακάριοι όσοι φυλακίστηκαν./ Κανείς δεν μπορεί να τους συλλάβει./ Μακάριοι όσοι τελεσιδίκησαν./ Κανείς δεν μπορεί να τους καταδικάσει». Και μερικές σελίδες παρακάτω, στο ίδιο ύφος: «Όταν ακούγεται ο προσβλητικός ήχος του περιπολικού -εδώ- κανένας δεν τρομάζει, κανένας δεν το βάζει στα πόδια και κανένας δεν καθηλώνεται, ανήμπορος να αντιδράσει. Κανένας δε λέει: “Αυτό ήταν”. Κάποιοι δε δίνουν καθόλου σημασία και άλλοι ίσως τεντώσουν νωχελικά τ’ αυτιά τους. Ξέρουν πως συνοδεύει μόνο κάποια κλούβα που διώχνει ή φέρνει μια μεταγωγή. Εδώ όλοι είναι ασφαλείς».2
Πόσοι άνθρωποι, πόσες ζωές βρίσκονται άδικα πίσω απ’ τα σίδερα; Μια κακοδικία, ένας εμμονικός εισαγγελέας μια στημένη υπόθεση, μισά αποτυπώματα, η «λάθος» ιδεολογία αρκούν για να στερήσουν την ελευθερία, να καταστρέψουν ζωές. Κι αυτοί όμως που δίκαια βρίσκονται εκεί, πόσο άδικα, με τις συνθήκες κράτησής τους, βιώνουν την τιμωρία πάνω στην τιμωρία τους; Έχουμε συμπληρώσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και κάνουμε κουβέντες που αφορούν πολλούς αιώνες πριν. Τόσους που ακόμη και το να κάναμε κουβέντα θα ήταν υπό αμφισβήτηση.
«Οι κρατούμενοι που εργάζονται στο ξυλουργείο της φυλακής κατασκευάζουν –μεταξύ άλλων- και τα εδώλια των κατηγορουμένων για τις δικαστικές αίθουσες. Εκείνα τα ημικυκλικά αναλόγια της Αγίας Γραφής.
Οι καπιταλιστές όχι μόνο δεν μας πούλησαν το σχοινί που θα τους κρεμάσουμε, τους φτιάχνουμε ακόμη και το εδώλιο για να μας δικάσουν».2
Υγ. Λευτεριά στον Νίκο Ρωμανό είπαμε; Δεν είπαμε. Το λέμε λοιπόν όσο πιο δυνατά μπορούμε. Δύναμη αγόρι μου, δύναμη να αντέξεις το βάρος που φορτώνουν στην πλάτη σου και γρήγορη λευτεριά.
1: Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ, Όσκαρ Ουάιλντ, εκδ. Κορόντζη
2: Αχβαχικό, Τάσος Θεοφίλου, εκδ. Red n’ Noir
Διαβάστε επίσης:







