Τα κορίτσια που θα νικήσουν στο τελευταίο σουτ, σε νεκρό χρόνο, ορίζουν την ομορφιά της ζωής έχοντάς την πληρώσει με πόνο, με μελανιές, με ντροπή, με εγκλεισμούς, με αίμα. Με το δικό τους αίμα. Κορίτσια μικρά, κορίτσια μεγάλα, γυναίκες ηλικιωμένες, θηλυκότητες. Μια ομάδα.
Η οργή, ως το επόμενο βήμα του θυμού, με την άφιξή της δεν ξεπακετάρει την ευγένεια. Ο ηλίθιος όταν σε δολοφονεί δεν είναι ηλίθιος, είναι δολοφόνος. Και στον δολοφόνο δεν ψάχνεις εύκολους τρόπους να εξηγήσεις, βρίσκεις αυτόν που θα σταθείς απέναντί του από τη δύσκολη οδό.
Τώρα ο χρόνος γίνεται κβαντικός και το κορίτσι ήταν, είναι και θα είναι η κάθε μορφή του θριάμβου της.
Δεν ξέρω τι θα βρούμε εκεί κι αν στους καθρέφτες του θα μπορέσουμε να σταθούμε απέναντι. Θέλει να ‘χουμε στήσει είδωλα με έντονα περιγράμματα πριν φύγουμε. Θέλει να φοράμε ρούχα ακριβά τις αλήθειες μας κατάσαρκα.
Το οφείλω στους όρκους αγάπης που έχουν δώσει στα παιδιά τους, απέναντι στο μίσος που σε κύματα λαμβάνουν ακόμη κι από τύπους που κατ’ επάγγελμα επικαλούνται μια θρησκεία αγάπης.
Όταν είσαι σε συναυλία αυτού του ανθρώπου είσαι εκεί ψυχή, μυαλό και σώμα. Είσαι εκεί και δε θες να χάσεις τίποτα, δε θες να σου ξεφύγει ούτε ένα τσικ πραγματικότητας.
Είναι τα παιδιά που είναι εκεί πια κι όχι εδώ. Ετούτο το κείμενο έχει σπόιλερ στην πρώτη του πρόταση. Δεν παίζει με αγωνία, κορύφωση, λύση. *του Δημήτρη Βεργίνη