Ζώντας με τον Λεξ και το κοινό του από το ’19 ως το ’25
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2019. Φοράω μια τζιν βερμούδα, μια αλυσίδα στην αριστερή τσέπη, μαύρη μπλούζα. Στα χέρια μου έχω το πρώτο εισιτήριο από live της ζωής μου. Έχω δώσει γι’ αυτό έξι εύρω, δανεικά γιατί ο μήνας τέλειωνε κι εγώ δεν είχα ούτε για φαΐ. Ο σεκιουριτάς μού σκίζει το εισιτήριο κι εγώ το βάζω στην κωλότσεπη. Δε μπορούσα να φανταστώ ότι το επόμενο εισιτήριο του Λεξ θα είναι ψηφιακό, με το barcode του.
Αυτό το εισιτήριο, που γέμισε ιδρώτα από τις αγκωνιές και τις αγκαλιές, και παραλίγο να μπει στο πλυντήριο, ζει μαζί μου έξι χρόνια, όσα τα ευρώ που μου είχε στερήσει. Από μετακόμιση σε μετακόμιση. Να μου θυμίζει ποιος ήμουν και ποιος είμαι. Τι ήμουν και τι έγινα. Γιατί άκουγα Λεξ τότε, και γιατί ακούω τον Αλέξη τώρα.
Ανάμεσα στα περίπου 7.000 άτομα που μαζεύτηκαν το ’19, ήμουν στη συναυλία, γουστάροντας τον ήχο του. Δε φώναζα στίχους για την αστυνομία, γιατί δεν τους καταλάβαινα ακόμα. Ούτε για τους φίλους που χρωστάνε τα νοίκια, που παίζουν μεροκάματα στα ντέρμπι. Τον ίδιο Νοέμβρη, πιάσανε ένα παλικάρι σε μια πορεία για το Πολυτεχνείο, και βγάλανε πάνω του το άχτι τους.
Έξι χρόνια μετά, δε ζω στις «περιοχές που κάνουνε προσευχές να πέσουνε οι ΔΙΑΣ από τις μηχανές», αλλά το προσεύχομαι κι εγώ. Κατάλαβα γιατί ο Αλέξης λέει τη Θεσσαλονίκη και πόλη του και καταδίκη. Και κατάλαβα γιατί είναι πρόβλημα να φοβάσαι μη γλιστρήσεις απ’ τον έβδομο σκόπιμα. Έξι χρόνια μετά, δεν είναι θέμα ήχου, είναι θέμα εμπειρίας.
Δε ρομαντικοποιεί τίποτα, ο Λεξ και μια γενιά από καλλιτέχνες σαν αυτόν. Ο κόσμος κλαίει στους στίχους του, γιατί νιώθει πως αποκτά φωνή. Ορμώμενος από τους ίδιους στίχους, κι εγώ νιώθω σα σπάνιο λουλούδι που μέσα στο τσιμέντο ανθίζει. Μέσα στα τσιμέντα, τη βρώμα και την υγρασία της πόλης, απέκτησα συνείδηση. Από παιδί έγινα άντρας. Από πολίτης, γίνομαι αγκάθι.
Ο Λεξ δεν κάνει πολιτική, κι αυτό πονάει την πολιτική. Ο Λεξ ανθίζει μέσα στη φτώχεια και το δρόμο, χωρίς να τα στρογγυλεύει. Δε δίνει τη συνταγή για να γλιτώσεις. Δίνει στον κόσμο να καταλάβει ότι όσο και να μας πατήσουν, θα είμαστε άνθρωποι μέχρι να πεθάνουμε. Κι αυτό δε θα μας το πάρουν ποτέ. Έκανε δύναμη τα ζόρια του εργάτη, της άνεργης μάνας, των διαλυμένων νοικοκυριών.
Δε μιλά σε γλώσσα πολιτική, αλλά στη γλώσσα του δρόμου και της νύχτας. Της νύχτας των ωρών που γυρνάμε από τα μεροκάματα, ή πίνουμε μπίρες με τους φίλους που δουλεύουν στα 24ωρα.
Δε μ’ αφορά το κοινό που μαζεύει τώρα, που ρομαντικοποιεί την ανέχεια. Με νοιάζει ο κώδικας που με βοήθησε να χτίσω με τ’ αδέρφια μου που έχουν στερηθεί όσο εγώ. Με νοιάζει ο τρόπος που κοιταχτήκαμε όταν τραγουδήσαμε «μη μας ενώνει μόνο ο θάνατος», ή για το κορίτσι που τα τρένα του φέρνουνε δάκρυα.
Ο επίλογος όταν σταματήσω να κλαίω.
Live σαν το χθεσινό είναι που δε μ’ αφήνουν να παρατήσω το ονειρό μου. Όχι όνειρο για κάποια καριέρα. Όνειρο για έναν κόσμο πιο τρυφερό, που οι άνθρωποι έρχονται κοντά, όπως ήρθαμε σε εκείνες τις κερκίδες. Κι έναν κόσμο που θα μιλάμε.
Για τα ζόρια και για τα καλά.
Το να μιλάς δεν είναι ντροπή,
Μονάχα το να είσαι ρουφιάνος






